δογματίας
English (LSJ)
ου, ὁ,
A sententious person, Philostr.VS1.16.4.
German (Pape)
[Seite 651] ὁ, der voll von Lehrsätzen u. Sentenzen ist, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
δογματίας: -ου, ὁ, πλήρης δογμάτων, φιλοσοφικῶν δοξασιῶν, δογματίας ὁ Κριτίας καὶ πολυγνώμων Φιλόστρ. 502·
Spanish (DGE)
-ου, ὁ conceptuoso ὁ Κριτίας Philostr.VS 502.