πολυγνώμων
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
πολυγνώμον, gen. ονος, very sagacious, Pl.Phdr.275a, D.C.76.16 (v.l. πολύγνωμος); sententious, Philostr.VS1.16.4. Adv. πολυγνωμόνως = very wisely Poll.4.23.
German (Pape)
[Seite 661] von vieler Einsicht, sehr klug, Plat. Phaedr. 275 a.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 très prudent, très sage;
2 très sententieux.
Étymologie: πολύς, γνώμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυγνώμων -ον, gen. -ονος [πολύς, γνώμη] met veel inzicht.
Russian (Dvoretsky)
πολυγνώμων: 2, gen. ονος весьма разумный Plat.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ γνωστικός, πολύ συνετός («πολυγνώμων μᾶλλον ἢ πολύλογος ἦν», Δίων Κάσσ.)
2. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά, ο αποφθεγματικός («δογματίας καὶ πολυγνώμων», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γνώμων (< θ. γνω- του γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων, ολιγο-γνώμων.
Greek Monotonic
πολυγνώμων: -ον, ιδιαίτερα μυαλωμένος, οξυδερκής, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγνώμων: -ον, πολὺ εὐφυής, περίνους, συνετός, Πλάτ. Φαῖδρ. 275Α, Δίων Κ. 76. 10· ὁ πλήρης γνωμικῶν, Φιλόστρ. 502. Ἐπίρρ. -μόνως, συνετῶς, Πολυδ. Β΄, 23.