εὐτραπελεύομαι

Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

   A to be witty, ready, Plb.12.16.14, D.S.38/9.7; cj. Dind. for εὐτραπεζευόμενοι, Eust.1053.18.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρᾰπελεύομαι: ἀποθ., εἶμαι εὐτράπελος, ἀστεῖος, εὐφυής, ἤ φέρομαι εὐτραπέλως, ἀστεΐζομαι, εὐφυολογῶ, Πολύβ. 12. 16, 4. Διοδ. Ἐκλογ. 615. 59· οὕτως ὁ Δινδ. (ἀντὶ εὐτραπεζεύομαι) ἐν Εὐστ. 1053. 18.

Greek Monolingual

εὐτραπελεύομαι (Α)
ευτράπελος
είμαι ευτράπελος, είμαι αστείος, αστεΐζομαι, ευφυολογώ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρᾰπελεύομαι: мило шутить, быть очаровательно остроумным Polyb., Diod.