κόλπωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A forming into a fold, κ. πτερῶν arching of wings before the wind, Hdn.1.15.5.
German (Pape)
[Seite 1476] ἡ, das Bilden eines Busens, das Aufblähen, Anschwellen der Segel, Sp.; πτερῶν, vom Strauß, Hdn. 1, 15, 11.
Greek (Liddell-Scott)
κόλπωσις: -εως, ἡ, ὁ εἰς πτυχὴν ἢ κόλπον σχηματισμός, κ. πτερῶν, ἡ διόγκωσις «φούσκωμα» τῶν πτερύγων πρὸ τοῦ ἀνέμου, Ἡρῳδιαν. 1. 15, 11· ― ἐν τῷ πληθ., ἑλιγμοί, τῶν πλῶν Πτολ.