[Seite 484] ein Ehrengeschenk geben, VLL.
honrar, EM 82, 227.43G.
(I)γερνώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αόρ.) εγέρασα του γερνώ, κατά τα ρ. σε -άζω].(II)γεράζω (Α) γέραςαπονέμω γέρας, τιμητικό βραβείο σε κάποιον.