απονέμω

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπονέμω)
νεοελλ.
προσφέρω, χορηγώ τίτλο, βραβείο ή τιμητική θέση
αρχ.
Ι. 1. δίνω μερίδιο, μοιράζω, αποδίδω
2. (Λογ.) μερίζω, διαιρώ
3. δίνω στον εαυτό μου ένα μέρος
4. παίρνω για τον εαυτό μου, επωφελούμαι.