κλῇθρον

Revision as of 13:35, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

English (LSJ)

Att. for κλεῖθρον (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1450] τό, s. κλεῖθρον.

Greek (Liddell-Scott)

κλῇθρον: Ἀττ. ἀντὶ κλεῖθρον.

French (Bailly abrégé)

anc. att. c. κλεῖθρον.

Greek Monolingual

(I)
κλῆθρον, τὸ (Α)
το δέντρο κλήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλήθρα () με αλλαγή γένους].
(II)
κλῆθρον, τὸ (Α)
(αττ. τ.) βλ. κλείθρον.

Greek Monotonic

κλῇθρον: Αττ. αντί κλεῖθρον.

Russian (Dvoretsky)

κλῇθρον: τό староатт. Aesch. = κλεῖθρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλῇθρον oud- Att. voor κλεῖθρον.