ἀποχωλόομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be made quite lame, Hp.Aër.22, Th.7.27, Paus.10.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχωλόομαι: παθ., γίνομαι ἐντελῶς χωλός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, Θουκ. 7. 27.
Spanish (DGE)
quedarse completamente cojo de pers., Hp.Aër.22, de caballos Th.7.27, Paus.10.1.3.
Greek Monotonic
ἀποχωλόομαι: Παθ., γίνομαι εντελώς κουτσός, σε Θουκ.