ἄδαιτος

Revision as of 11:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον, (δαίνυμαι)

   A of which none might eat, θυσία A Ag.151.

German (Pape)

[Seite 31] θυσία, nicht zu essen, Aesch. Ag. 147.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδαιτος: -ον, (δαίνυμαι) ὁ μὴ ὢν κατάλληλος εἰς βρῶσιν, θυσία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 151.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne doit pas manger.
Étymologie: ἀ, δαίνυμαι.

Spanish (DGE)

-ον
que carece de banquete θυσία ἄ. sacrificio carente de festín de la muerte de Ifigenia, A.A.151, cf. Orác. en Phleg.36.10.43.

Greek Monotonic

ἄδαιτος: -ον (δαίνυμαι), αυτός που δεν είναι κατάλληλος για βρώση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄδαιτος: не могущий быть съеденным, т. е. чудовищный, мерзостный (θυσία Aesch.).

Middle Liddell

[δαίνυμαι]
of which none might eat, Aesch.