(I)η, Νη σκηνή («και τρέχοντας σε μια μεριά κι εις άλλη τσι σένας στρεπιτάρουσι», Ερωφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scana < λατ. scaena < σκηνή]. (II)η, Νβλ. σέννα.