(I)το, Νβλ. στράτευμα. (II)το, Ν στρατεύω (II)]1. μτφ. περιφορά («στού πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος», Ερωτόκρ.)2. φρ. «στού κύκλου τα στρατέματα»(στον Ερωτόκρ.)οι στροφές της τύχης.