μεσόγεως

Revision as of 12:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

German (Pape)

[Seite 138] ων, att. = μεσόγειος; ἐν τῷ τῶν μεσόγεων δεσμωτηρίῳ, Plat. Legg. X, 909 a, vulg. μεσογείων; poet. μεσσόγεως, Callim. Dian. 37.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
att. c. μεσόγαιος.
Étymologie: μέσος, γῆ.

Greek Monolingual

μεσόγεως, -ων (Α)
(αττ. τ.) βλ. μεσόγειος.

Russian (Dvoretsky)

μεσόγεως: Plat. = μεσόγαιος I.

Middle Liddell

μεσόγεως, ων, attic for μεσόγαιος
I. μεσόγεως As adj., Plat.
II. as Subst., μεσογαία, the inland parts, interior, Lat. loca mediterranea, Hdt.; so, μεσογεία, ἡ, Thuc., Dem.