ἀκεστορία
English (LSJ)
ἡ,
A the healing art, A.R.2.512, APl.4.272 (Leont.), Max.314.
German (Pape)
[Seite 71] ἡ, Heil- und Arzneikunst, Ap. Rh. 2, 512: oft in Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεστορία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ θεραπεύειν, Ἀπολλ. Ρόδ. 2, 512, Ἀνθ. Π. 9. 349, καὶ ἀλλ., κτλ.
Greek Monolingual
ἀκεστορία, η (Α) ἀκέστωρ
η θεραπευτική, η ιατρική.
Greek Monotonic
ἀκεστορία: ἡ (ἀκέομαι), η τέχνη της θεραπείας, σε Ανθ.