ἀκεστορία

Revision as of 12:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ,

   A the healing art, A.R.2.512, APl.4.272 (Leont.), Max.314.

German (Pape)

[Seite 71] ἡ, Heil- und Arzneikunst, Ap. Rh. 2, 512: oft in Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεστορία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ θεραπεύειν, Ἀπολλ. Ρόδ. 2, 512, Ἀνθ. Π. 9. 349, καὶ ἀλλ., κτλ.

Greek Monolingual

ἀκεστορία, η (Α) ἀκέστωρ
η θεραπευτική, η ιατρική.

Greek Monotonic

ἀκεστορία: ἡ (ἀκέομαι), η τέχνη της θεραπείας, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀκέομαι
the healing art, Anth.