ἀκέστωρ
From LSJ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, healer, savior, saviour, Φοῖβος E.Andr.900.
Spanish (DGE)
-ορος
• Prosodia: [ᾰ-]
1 sanador, curador Φοῖβος E.Andr.900, οἶκος ἀ. = hospital Paul.Sil.Soph.799.
2 subst. ὁ ἀ. médico (τὰ φάρμακα) τοῖς δ' ὑπὸ νούσου τειρομένοις ἐπάγουσιν ἀκέστορες Gr.Naz.M.37.1486, cf. Et.Gen.α 311, Et.Sym.α 378.
German (Pape)
[Seite 71] ορος, ὁ. Arzt, Retter, Phöbus, bei Eur. Andr. 882.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui secourt ou sauve (Apollon).
Étymologie: ἀκέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκέστωρ: ορος (ᾰ) ὁ целитель, спаситель (эпитет Феба-Аполлона) Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέστωρ: -ορος, ὁ, ὁ θεραπεύων, σωτήρ· Φοῖβος, Εὐρ. Ἀνδρ. 900.
Greek Monolingual
ἀκέστωρ (-ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α)
ο ακεστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία.
Greek Monotonic
ἀκέστωρ: -ορος, ὁ (ἀκέομαι), θεραπευτής, σωτήρας, σε Ευρ.