adv.sans gloire.Étymologie: ἀκλεής.
ἀκλεῶς: επίρρ. του ἀκλεής.
ἀκλεῶς: эп. ἀκλειῶς бесславно Hom., Her., Isocr., Plut.
[adverb of ἀκλεής