ἀκλεής
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
ἀκλεές: acc.
A ἀκλεᾶ Epigr.Gr.850, ἀκλεῆ D.H.Isoc.5, Ep. ἀκλέᾰ Od. 4.728: dat. ἀκλέϊ Nonn.D.31.42:—Ep. ἀκλειής, A.R.3.932, Call.Fr. anon.365: nom. pl. ἀκλεέες (vulg. ἀκληεῖς) Il.12.318: (κλέος):—without fame, inglorious, Hom. ll. cc., Pi.O.12.15, Hdt. prooem., E. Hipp.1028, Pl.La.179d, etc. Adv. ἀκλεῶς Hdt.5.77, Antipho 1.21; Ep. ἀκλειῶς Il.22.304: Comp. ἀκλεέστερον Jul.Or.1.28a: neut. as adverb, ἀκλεὲς αὔτως Il.7.100.
2 ignominious, ἀκλεεστάτῳ ὀλέθρῳ ἀπόλλυσθαι Lys.13.45.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ép. ἀκλειής A.R.3.932, Nonn.D.20.87
• Morfología: [ac. no contr. ἀκλέα Od.4.728, IG 22.3464 (III a.C.), ἀκλεῆ D.H.Isoc.5.3; dat. ἀκλέι Nonn.D.31.42; plu. nom. ἀκλεέες Il.12.318; adv. ἀκλειῶς Il.22.304, Od.1.241, 14.371]
I 1carente de fama, sin gloria, Il.12.318, Pi.O.12.15, Fr.105b, E.IA 18, Pl.La.179d, Theoc.16.31, D.H.Isoc.5, Nonn.D.20.87
•neutr. como adv. ἥμενοι ... ἀκλεές Il.7.100
•ignominioso ἀκλεεστάτῳ ὀλέθρῳ ἀπόλλυσθαι Lys.13.45, δεσμός Nonn.D.31.42.
2 del que no se sabe nada παῖδ' ... ἀνηρείψαντο θύελλαι ἀκλέα Od.4.728.
II adv. ἀκλεῶς
1 sin gloria, ignominiosamente μὴ ἀ. ἀπολοίμην Il.22.304, cf. Hdt.5.77, Antipho 1.21, E.Rh.752, 761, D.C.62.9.1, SB 1267.3, Philostr.Iun.Im.1.2.
2 sin dejar noticia o rastro νῦν δέ μιν ἀ. ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο Od.1.241, 14.371.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans gloire, obscur ; adv. • ἀκλεές sans gloire.
Étymologie: ἀ, κλέος.
German (Pape)
ές, ohne κλέος; Hom. dreimal, Od. 4.728 νῦν αὖ παῖδ' ἀγαπητὸν ἀνηρείψαντο θύελλαι ἀκλέα ἐκ μεγάρων, οὐδ' ὁρμηθέντος ἄκουσα, ohne daß man Nachricht von ihm hätte; Il. 7.100 ἀλλ' ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε, ἥμενοι αὖθι ἕκαστοι ἀκήριοι, ἀκλεὲς αὔτως, ruhmlos; 12.318 οὐ μὰν ἀκληεῖς Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν ἡμέτεροι βασιλῆες, vgl. Scholl. Didym.; – Nic. Al. 114; Qu.Sm. 3.363; Call. Del. 295; – Plat. Legg. IX.854e ἀκλεὴς γενόμενος, ruhmlos; – Lys. 13.45 ἀκλεέστατος θάνατος, der schimpflichste Tod; – Advb. bei Hom. dreimal, Il. 22.304 μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην, ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι; Od. 1.241, 14.371 ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ' ὀπίσσω. νῦν δέ μιν ἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο· (οἴχετ' ἄϊστος ἄπυστος); – Her. 5.74.
Russian (Dvoretsky)
ἀκλεής: и ἀκλειής 2
1 не стяжавший славы, т. е. безвестный, неведомый, забытый (βασιλῆες Hom.; μεγάλα ἔργα Her.);
2 бесславный, позорный (θάνατος Lys.): ἀ. γενόμενος Plat. заклейменный позором.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλεής: -ές, γεν. -έος, αἰτ. ἀκλεᾶ, Ἰων. ἀκλεῆ, Ἐπ. ἀκλέᾰ, Ὀδ. Δ. 728, Ἐπ. ἀκλειής, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 932, Ποιητ. παρὰ Πλουτάρχ. 2. 38F. Νόνν. πληθ. ἀκλειεῖς ἢ ἀκληεῖς, Ἰλ. Μ. 318, Spitzn. Exc. 22: (κλεος). Ἄνευ φήμης, ἄδοξος, ὁ μὴ ὑμνηθείς, Ὅμ., Πινδ. Ο. 12, 22., Ἡροδ. προοίμ., Εὐρ., κτλ. ― Ἐπίρρ. ἀκλεῶς, Ἡρόδ. 5. 77, Ἀντιφῶν 113. 38. Ἐπ. ἀκλειῶς, Ἰλ. Χ. 304: ὡσαύτως τὸ οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ. ἀκλεὲς αὕτως, Ἰλ. Η. 100· ― πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἐπιτηδές, 1, 3.
English (Autenrieth)
ές, ἀκληής, ἀκλειής (κλέος), acc. sing. ἀκλεᾶ or ἀκλέᾶ, nom. pl. ἀκληεῖς: inglorious, adv. ἀκλεὲς αὔτως, ‘all so ingloriously,’ Il. 7.100.—Adv. ἀκλειῶς.
English (Slater)
ἀκλεής inglorious τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν pr. (O. 12.15) ἀκλεὴς δἔβα fr. 105b. 3.
Greek Monolingual
ἀκλεής, -ὲς (Α) κλέος
1. ο δίχως φήμη, άδοξος
2. επονείδιστος, άτιμος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκλεές
ακλεώς, άδοξα.
Greek Monotonic
ἀκλεής: -ές, γεν. -έος, αιτ. ἀκλεᾱ, Ιων. ἀκλεῆ, Επικ. ἀκλέᾰ· Επικ. ἀκλειής ή ἀκληής, πληθ. ἀκλειεῖς ή ἀκληεῖς· (κλέος)· ο χωρίς δόξα, άδοξος, αυτός που δεν έχει υμνηθεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίρρ. ἀκλεῶς, σε Ηρόδ.· Επικ. ἀκλειῶς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης το ουδ. ἀκλεές, ως επίρρ., στο ίδ.
Middle Liddell
κλέος
without fame, inglorious, unsung, Hom., etc. adv. ἀκλεῶς, Hdt., epic ἀκλειῶς, Il., etc.: also neut. ἀκλεές as adv., Il.
Mantoulidis Etymological
(=ἄδοξος). Ἀπό τό α στερητ. + κλέος.
Translations
ignominious
Bulgarian: позорен, долен; Catalan: ignominiós; Czech: potupný, ostudný, ponižující, hanebný; Dutch: schamelijk; Finnish: häpeällinen; French: ignominieux; German: schändlich, schmählich, schmachvoll, schimpflich; Ancient Greek: ἄδοξος, ἀκλεής; Hebrew: מחפיר; Italian: ignominioso; Latin: ignominiosus; Russian: позорный, бесславный; Spanish: ignominioso; Swedish: vanhedrande, skymflig, neslig, skamlig; Turkish: yüz kızartıcı