καταπλαστύς

Revision as of 12:47, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for κατάπλασμα, Hdt.4.75.

German (Pape)

[Seite 1370] ύος, ἡ, ion. = κατάπλασμα, Her. 4, 75.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατάπλασμα, Ἡρόδ. 4. 75.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
enduit, emplâtre, cataplasme.
Étymologie: καταπλάσσω.

Greek Monolingual

καταπλαστύς, ἡ (Α) καταπλάσσω
ιων. τ. βλ. κατάπλασμα.

Greek Monotonic

καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί καταπλάσματος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

καταπλαστύς: ύος ἡ Her. = κατάπλασμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπλαστύς -ύος, ἡ smeersel.

Middle Liddell

καταπλαστύς, ύος [ionic for κατάπλασμα, Hdt.]