νοσσεύω

Revision as of 12:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσοποιέω, νοσσός, νοσσοτροφέω, v. νεοσς-.

Greek (Liddell-Scott)

νοσσεύω: νοσσιά, νοσσίον, νοσσίς, νοσσός, ἴδε ἐν λέξ. νεοσσ-.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. νενοσσευμένος;
1 faire éclore;
2 faire son nid, nicher.
Étymologie: νοσσός.

Greek Monolingual

νοσσεύω (ΑΜ)
βλ. νεοσσεύω.

Greek Monotonic

νοσσεύω: βλ. νεοσσεύω.

Middle Liddell

νοσσεύω, [v. νεοσσεύω.]