μηλέα

Revision as of 13:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ, (μῆλον B)

   A apple-tree, Pyrus malus, μηλέαι ἀγλαόκαρποι Od.7.115, cf. Thphr.HP3.3.1, CP2.11.6, Androt. ap. Ath.3.82c, etc.; μ. ἐαρινή is a variety, Thphr.HP2.1.3, PCair.Zen.486.2 (iii B. C.); μ. Ἀρμενική apricot, Prunus Armeniaca, Gal.6.76; μ. γλυκεῖα jenneting, Pyrus praecox, Thphr.HP4.13.2; μηλείη in Nic.Al.230, Nonn.D.12.275; ἡ Περσικὴ μ. citron, Citrus Medica, Thphr.HP1.11.4, CP1.11.1 (but, peach, Prunus persica in Gal.12.76); also called ἡ Μηδικὴ μ. Thphr.CP1.18.5, cf. HP1.13.4; μ. Κυδωνία quince, malus Punica, Dsc.1.115. [Disyll. in Od.24.340.]

German (Pape)

[Seite 172] ἡ, zsgzgn μηλῆ, der Apfelbaum; μηλέαι ἀγλαόκαρποι, Od. 7, 115. 24, 340, wo es zweisylbig zu lesen ist; Sp., wie Theophr., Paus.; Κυδωνία, der Quittenbaum; Περσική, der Pfirsichbaum.

Greek (Liddell-Scott)

μηλέα: ἡ, (μῆλον) τὸ δένδρον τὸ φέρον μῆλα, «μηλειά», Λατ. malus, μηλέαι ἀγλαόκαρποι Ὀδ. Ζ. 115., Λ. 589· μηλείη ἐν Νικ. Ἀλ. 230· - ἡ Περσικὴ μ., malus Persica, ἡ ῥοδακινέα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 11, 5· ἢ ἡ Μηδικὴ μ., 1. 18, 5, πρβλ. ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 4., 4. 2· - μ. Κυδωνία, m. Punica, ἡ κυδωνέα, Διοσκ. [Δισύλλ. ἐν Ὀδ. Ω. 340.] - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pommier, arbre.
Étymologie: μῆλον².

Greek Monolingual

η (ΑΜ μηλέα)
βλ. μηλιά.

Greek Monotonic

μηλέα: ἡ (μῆλον), μηλιά, Λατ. malus, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μηλέα: ἡ яблоня Hom., Arst., Plut.

Middle Liddell

μηλέα, ἡ, μῆλον
an apple-tree, Lat. malus, Od.