φόωσδε

Revision as of 13:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

German (Pape)

[Seite 1301] adv., aus Licht, Tageslicht, Il.

Greek (Liddell-Scott)

φόωσδε: εἰς τὸ φῶς, εἰς τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, Ἰλ. Β. 309, Τ. 103, κλπ.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la lumière, au jour avec mouv.
Étymologie: φόως, -δε.

English (Autenrieth)

see φάος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. στο φως, προς το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόως, επικ. τ. του φῶς + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πελαγόσ-δε)].

Russian (Dvoretsky)

φόωσδε: adv. на (дневной) свет Hom.

Middle Liddell

φόως
to the light, to the light of day, Il.