ἀλίβατος

Revision as of 13:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον, Dor.for ἠλίβατος.

German (Pape)

[Seite 95] dor. für ἠλίβ., πέτρα Pind. Ol. 6, 64; Theocr. 26, 10; Eur. Suppl. 80; die Schreibung ἁλιβ. beruht auf falscher Etymol. Bei Ath. IX, 374 e ist nach mss. die richtigere Lesart ὑλιβ. hergestellt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίβατος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἠλίβατος.

English (Slater)

ᾱλῐβᾰτος, -ον
   1 steep ἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου (O. 6.64)

Spanish (DGE)

v. ἡλίβατος.

Greek Monolingual

ἀλίβατος, -ον (Α)
δωρικός τύπος του ἠλίβατος.

Greek Monotonic

ἀλίβᾰτος: -ον, Δωρ. αντί ἠλίβατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀλίβατος: дор. = ἠλίβατος.

Middle Liddell

[doric for ἠλίβατος