ἀθυροστομία

Revision as of 14:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀθυρογλωττία, Plu.2.11c, AP5.251 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῠροστομία: ἡ = ἀθυρογλωττία, Ἀνθ. ΙΙ. σ. 252.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage sans retenue.
Étymologie: ἀθυρόστομος.

Spanish (DGE)

(ἀθῠροστομία) -ας, ἡ

• Alolema(s): poét. -στομίη AP 5.56 (Diosc.), 252 (Paul.Sil.)
locuacidad desenfrenada, garrulería Plu.2.11c, AP ll.cc., Cyr.Al.Luc.1.363.

Greek Monotonic

ἀθῠροστομία: ἡ = ἀθυρογλωττία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῠροστομία: ἡ (чрезмерная) болтливость Plut., Anth.

Middle Liddell

[from ἀθυρόστομος = ἀθυρογλωττία, Anth.]