ἀθυροστομία

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῠροστομία Medium diacritics: ἀθυροστομία Low diacritics: αθυροστομία Capitals: ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΙΑ
Transliteration A: athyrostomía Transliteration B: athyrostomia Transliteration C: athyrostomia Beta Code: a)qurostomi/a

English (LSJ)

ἡ, = ἀθυρογλωττία (impudent loquaciousness), Plu.2.11c, AP5.251 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

(ἀθῠροστομία) -ας, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀθυροστομίη AP 5.56 (Diosc.), 252 (Paul.Sil.)
locuacidad desenfrenada, garrulería Plu.2.11c, AP ll.cc., Cyr.Al.Luc.1.363.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage sans retenue.
Étymologie: ἀθυρόστομος.

German (Pape)

ἡ, = ἀθυρογλωττία, Paul.Sil. 6 (V.252); Plut. educ. p. 14.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῠροστομία: ἡ (чрезмерная) болтливость Plut., Anth.

Greek Monotonic

ἀθῠροστομία: ἡ = ἀθυρογλωττία, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῠροστομία: ἡ = ἀθυρογλωττία, Ἀνθ. ΙΙ. σ. 252.

Middle Liddell

[from ἀθυρόστομος = ἀθυρογλωττία, Anth.]

Translations

talkativeness

Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: spraakzaamheid; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: loquacité; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: Geschwätzigkeit, Gesprächigkeit, Redseligkeit, Schwatzhaftigkeit; Greek: φλυαρία, πολυλογία, αδολεσχία, ομιλητικότητα; Ancient Greek: ἀδολεσχία, τὸ ἀδολεσχικόν, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, ἀκριτομυθία, ἀμετροεπία, ἀπειρολογία, ἀπεραντολογία, γλωσσαλγία, γλωσσολογία, γλωσσομανία, εἰκαιολεσχία, λαβροσύνη, λακερολογία, λήρησις, λογοδιάρροια, παγγλωσσία, πολυλογία, στομαλγία, στωμυλία, τὸ ἀδολεσχές, τὸ ἀμετροεπές, τὸ εἰκαιόμυθον, φλεδών; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: parlantina, loquacità, loquela, chiacchiera, verbosità; Latin: loquacitas, garrulitas; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: loquacidade; Russian: болтливость, говорливость, разговорчивость, словоохотливость; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: locuacidad, garrulidad, garrulería, verborrea, logorrea; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl