ἐρύγμηλος

Revision as of 14:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

η, ον, (ἐρῠγεῖν)

   A loud-bellowing, ταῦρος Il.18.580.    II ἐρυγμήλη, ἐπίθετον ῥαφανίου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς, EM379.27, cf.Hsch. (ἐρυγηλή cod.).

German (Pape)

[Seite 1035] (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῦρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρύγμηλος: -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ ἐρίμυκος. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. (ἔνθα ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mugit, mugissant.
Étymologie: DELG ἐρεύγομαι.

English (Autenrieth)

(ἐρυγεῖν): bellowing, Il. 18.580†.

Greek Monolingual

ἐρύγμηλος, -η, -ον (Α)
αυτός που μουγκρίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο του ταύρου που προέρχεται από ερυγμή ερεύγομαι (II)] + επίθημα -ηλο]].

Greek Monotonic

ἐρύγμηλος: -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρύγμηλος: издающий громкое мычание, мычащий (ταῦρος Hom.).

Middle Liddell

ἐρύγμηλος, η, ον [ἐρῠγεῖν]
loud-bellowing, Il.