φιλόγαιος

Revision as of 14:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A loving the earth, ὕνις AP6.104 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1278] die Erde liebend, ὕνις Philp. 14 (VI, 104).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόγαιος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν γῆν, ὕνις φιλόγαιος Ἀνθ. Παλατ. 6. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami de la terre.
Étymologie: φίλος, γαῖα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαιος (για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γη), πρβλ. βαθύ-γαιος].

Greek Monotonic

φῐλόγαιος: -ον (γαῖα), αυτός που αγαπά τη γη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόγαιος: землелюбивый, влюбленный в землю (ὕνις Anth.).

Middle Liddell

φῐλό-γαιος, ον, γαῖα
loving the earth, Anth.