δολορράφος

Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Greek (Liddell-Scott)

δολορράφος: [ᾰ], -ον, (ῥάπτω) πανοῦργος, ἄπιστος, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 925.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ourdit, trame des intrigues.
Étymologie: δόλος, ῥάπτω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
costurero de engaños, artero Tz.H.8.918.

Greek Monotonic

δολορράφος: [ᾰ], -ον (ῥάπτω), αυτός που μηχανεύεται δόλους.

Middle Liddell

δολορ-ρά˘φος, ον adj ῥάπτω
contriving wiles.