πανοῦργος
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
(properisp.), πανοῦργον,
A ready to do anything, wicked, knavish, A.Ch.384, E.Alc.766, Ar.Eq.250, 450, al.: Sup., opp. εὐηθέστερος, Lys.3.44: as substantive, knave, rogue, E.Hipp.1400, Ar.Eq.249, al.; ὦ πανοῦργε E.Hec.1257, Ar.Ach.311; τὰ πανοῦργα = the knavish sort, S.Ph.448; τὸ πανοῦργον, = πανουργία, Id.El.1507: Comp. πανουργότερος LXX Pr.21.11; πανουργέστερος Plu.2.395c: Sup. πανουργότατος Ar.Eq.45, Lys. l.c.
2 Adv. πανούργως Ar.Eq.317, Pl.Sph.239c: Sup. πανουργότατα Ar.Eq.56.
b πανούργως κατασκευάζεσθαι = to be adulterated, Gal.14.54.
3 of animals, as the fox, Arist.HA488b20, cf. 613b23.
II in a less positively bad sense, cunning, clever, smart, πανοῦργος καὶ δεινός D. 1.3, cf. Pl.Tht.177a, Arist.EN1144a28; πανοῦργος τε καὶ σοφός Pl.R.409c; κομψὸς καὶ πανοῦργος Plu. 2.28a: Sup., Plb.5.75.2. Adv. πανούργως, πανούργως καὶ ὑποκριτικῶς λέγειν τὰ ἔπη Ath.9.407a.
German (Pape)
[Seite 461] eigtl. Alles zu thun im Stande; im guten Sinne, zu jedem Geschäfte tüchtig, geschickt, gewandt, wie Arist. eth. 6, 12 sagt διὸ καὶ τοὺς φρονίμους δεινοὺς καὶ πανούργους φαμὲν εἶναι; vgl. Schol. Ar. Ran. 35; – gew. aber im bösen Sinne, listig, schlau, betrügerisch; βροτῶν τλήμονι καὶ πανούργῳ χειρί, Aesch. Ch. 278; τὸ πανοῦργον, Soph. El. 1057, wie τὰ πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ Phil. 448; πανοῦργον κλῶπα, Eur. Alc. 769, öfter; δοῦλον πανουργότατον καὶ διαβολώτατον, Ar. Equ. 45; ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ σοφὸς οἰόμενος εἶναι, Plat. Rep. III, 409 c, καὶ δεινοί, Theaet. 177 a; Folgde, von Tieren, wie vom Fuchs, Arist. H. A. 1, 1: Ael. V. H. 1, 5. – Den unregelmäßigen compar. πανουργέστερος, wie von πανουργής, hat Plut. de Pyth. orac. u. A. – Adv. πανούργως, Ar. Equ. 317 Plat. Soph. 239 c u. Sp.; πανουργότατα, Ar. Equ. 56.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. apte à tout faire :
1 industrieux, adroit, actif;
2 en mauv. part fourbe, méchant, canaille ; τὸ πανοῦργον SOPH fourberie, méchanceté ; τὰ πανοῦργα SOPH les méchants;
Cp. πανουργέστερος, Sp. πανουργέστατος.
Étymologie: πᾶν, ἔργον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανοῦργος -ον [πᾶς, ἔργον] tot alles in staat:; παρὰ... τοῖς ἀνδράσιν νενομίσμεθα εἶναι πανοῦργοι bij de mannen staan wij bekend als tot alles in staat Aristoph. Lys. 12; πανοῦργος καὶ δεινός tot alles in staat en geducht Dem. 1.3; pos. handig, slim:; πανοῦργός τε καὶ σοφός handig en wijs Plat. Resp. 409c; meestal ongunstig doortrapt, schurkachtig, boosaardig:; πανοῦργος κλῶψ een doortrapte dief Eur. Alc. 766; subst. ὁ πανοῦργος schurk, boosdoener; n. subst. τὸ πανοῦργον misdaad; n. plur. subst. τὰ πανοῦργα misdadigers.
Russian (Dvoretsky)
πανοῦργος:
1 неразборчивый в средствах, способный на все (π. τε καὶ σοφός Plat.; π. πάντως καὶ πάντοθεν πλεονεκτικός, sc. ἐστιν Arst.; κομψὸς καὶ π. Plut.);
2 хитрый, плутоватый, коварный (ἀλώπηξ Arst.): τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων Lys. одно свойственно людям простодушным, а другое - отъявленным плутам.
II ὁ плут, мошенник Eur., Arph.
English (Strong)
from πᾶς and ἔργον; all-working, i.e. adroit (shrewd): crafty.
English (Thayer)
πανοῦργον (πᾶς and ἘΠΤΩ equivalent to ἐργάζομαι; on the accent, see κακοῦργος), the Sept. for עָרוּם; skillful, clever, i. e.:
1. in a good sense, fit to undertake and accomplish anything, dexterous; wise, sagacious, skillful (Aristotle, Polybius, Plutarch, others; the Sept. crafty, cunning, knavish, treacherous, deceitful, (Tragg., Aristophanes, Plato, Plutarch, others; the Sept.; 2 Corinthians 12:16.
Greek Monolingual
-α, -ο / πανοῦργος, -ον, ΝΜΑ
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ.
β. «ζημιουμένου ἀκολάστου πανουργότερος γίνεται ὁ ἄκακος», ΠΔ)
αρχ.
1. (με διφορούμενη κακή σημ.) επιτήδειος, εφευρετικός, ευφυής, έξυπνος, διορατικός, τετραπέρατος («πάντων τῶν ζῷων... ἄνθρωπος... δοκοῦν εἶναι πανουργότατον», Πολ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πανοῦργα
οι πανούργοι κατά το είδος, οι πονηροί άνθρωποι
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πανούργον
η πανουργία.
επίρρ...
πανούργως Α
1. με δόλιο τρόπο, με απάτη, με πονηρία
2. με επιτηδειότητα, με εξυπνάδα
3. με νοθεία («πέπερι πανούργως κατασκευαζόμενον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. πᾶν ἔργον (ποιῶν), κατά το κακοῦργος (βλ. και λ. κακούργος)].
Greek Monotonic
πᾰνοῦργος: -ον (*ἔργω)·
I. 1. αυτός που είναι έτοιμος να κάνει κάτι κακό, πανούργος, απατεώνας, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ως ουσ., δόλιος, πανούργος, απατεώνας, σε Ευρ., Αριστοφ.· τὰ πανοῦργα, πανούργοι στο είδος, σε Σοφ.· αλλά επίσης = πανουργία, στον ίδ.· συγκρ. -ότερος, υπερθ. -ότατος, σε Αριστοφ.
2. επίρρ. -γως, υπερθ. -ότατα, στον ίδ.
II. με λιγότερο αρνητική σημασία, πονηρός, επιτήδειος, ευφυής, έξυπνος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνοῦργος: -ον, ὁ τὰ πάντα ἔτοιμος νὰ πράξη, πονηρός, μοχθηρός, δόλιος, ἀπατεών, Αἰσχύλ. Χο. 383, Εὐρ. Ἄλκ. 766, κτλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ.· ἀντίθετον τῷ εὐήθης, Λυσί. 100. 17· - ὡς οὐσιαστ., ἄνθρωπος δόλιος, ἀπατεών, Εὐρ. Ἱππ. 1400, Ἀριστοφ. Ἱππ. 249, κ. ἀλλ.· ὧ πανοῦργε Εὐρ. Ἑκ. 1257, Ἀριστοφ. Ἀχ. 311· οὕτω, τὰ πανοῦργα, οἱ πανοῦργοι τὸ εἶδος, Σοφ. Φιλ. 448· τὸ πανοῦργον, = πανουργία, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1507· - συγκρ. -ότερος, Ἑβδ.· -έστερος, Πλούτ. 2. 395D· ὑπερθ. -ότατος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 45. 2) Ἐπίρρ. -γως, αὐτόθι 317, Πλάτ. Σοφιστ. 239C· ὑπερθ. -ότατα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 56. 3) ἐπὶ ζῴων, οἷον τῆς ἀλώπεκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33, πρβλ. 9. 8, 4. ΙΙ. ἐπὶ σημασίας ἧττον κακῆς, «πονηρός», εὐφυής, «ἔξυπνος», ἐπιτήδειος, ὡς τὸ δεινός, Δημ. 10. 2, Πολύβ. 5. 75, 2., 31. 20, 3, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 12, 9· συνημμένον μετὰ τοῦ δεινός. Πλάτ. Θεαίτ. 177Α· π. τε καὶ σοφὸς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 409C. κομψὸς καὶ π. Πλούτ. 2. 28Α· - Ἐπίρρ. -γως, Ἀθήν. 407Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πανοῦργος· πάντα μανθάνων δόλιος, πάντα ἐν πονηρίᾳ ἐργαζόμενος». - Κατὰ Φώτ.: «πανοῦργος: ὁ πάντα ἐν πονηρίᾳ ἐργαζόμενος· λέγεται δὲ καὶ ὁ πάνυ φρόνιμος καὶ ὁ πάντα ἐπιστάμενος».
Middle Liddell
πᾰν-οῦργος, ον, *ἔργω
I. ready to do anything wicked, knavish, villanous, Aesch., etc.:—as substantive a knave, rogue, villain, Eur., Ar.; τὰ π. the knavish sort, Soph.; but also = πανουργία, Soph.:—comp. -ότερος, Sup. -ότατος, Ar.
2. adv. -γως, Sup. -ότατα, Ar.
II. in a less positively bad sense, cunning, crafty, clever, smart, Plat., etc.
Chinese
原文音譯:panoàrgoj 潘-烏而哥士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:每一-行為(著)
字義溯源:無所不為的,詭詐的,狡滑的,狡詐的;由(πᾶς)*=眾人)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。參讀 (πανουργία)同源字
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 詭詐(1) 林後12:16
English (Woodhouse)
crafty, cunning, evil, rascally, wicked, ill-doing
Mantoulidis Etymological
(=ἱκανός γιά ὅλα, πονηρός). Ἀπό τό πᾶς + ἔργον τοῦ ἐργάζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.