χλιδαίνομαι

Revision as of 15:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be luxurious, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι revel in luxury, lead a voluptuous, sensual life, X.Smp.8.8.

Greek (Liddell-Scott)

χλῐδαίνομαι: Παθ., εἶμαι τρυφηλός, θρύπτομαι, ἁβρότητι χλιδαίνεσθαι, διάγειν ἐν χλιδῇ, δηλ. τρυφῇ Ξεν. Συμπ. 8. 8.

French (Bailly abrégé)

s’abandonner à la mollesse.
Étymologie: χλιδή.

Greek Monolingual

Α χλιδανός
είμαι χλιδανός.

Greek Monotonic

χλῐδαίνομαι: Παθ. (χλιδή), ζω σε χλιδή, τρυφώ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χλῐδαίνομαι: предаваться наслаждениям, роскошествовать (ἁβρότητι χ. Xen.).

Middle Liddell

χλῐδαίνομαι, χλιδή
Pass. to be luxurious, revel, Xen.