τρυφώ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
τρυφῶ, -άω, ΝΜΑ τρυφή
1. ζω μέσα στην τρυφή, ζω τρυφηλό βίο
μσν.-αρχ.
αντλώ χαρά και ευχαρίστηση από κάτι
αρχ.
1. ζω μέσα στην ακολασία και στην ασωτεία
2. ξοδεύω πολλά, είμαι σπάταλος
3. περηφανεύομαι, επαίρομαι
4. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) τρυφῶν, -ῶσα, -ῶν
α) (για πρόσ.) i) τρυφηλός, μαλθακός
ii) φιλήδονος, ακόλαστος
iii) θηλυπρεπής
β) (για πράγμ.) αβρός, λεπτός («βασιλικὴ και τρυφῶσα παιδεία», Πλάτ.)
5. (το απρμφ. ενεστ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ τρυφᾱν
η τρυφηλότητα
6. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ τρυφῶντες
κακομαθημένα κατοικίδια μικρά ζώα.