ἀμύγδαλος
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀμυγδαλῆ, Luc.Apol.5, Hsch.s.v. καρύα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύγδαλος: ἡ, = ἀμυγδαλῆ, Λουκ. π. τ. ἐ. Μισθ. συν. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
amandier, plante.
Étymologie: ἀμυγδάλη.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
1 almendra Luc.Apol.5, Hsch.s.u. κάρυα.
2 almendro Arnob.Nat.5.7 (ap. crít.).
Greek Monolingual
ἀμύγδαλος, η (Α)
1. αμυγδαλιά
2. το αμύγδαλο, βλ. αμυγδάλη.
Greek Monotonic
ἀμύγδᾰλος: ἡ, αμυγδαλιά (το δέντρο), σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμύγδᾰλος: ἡ Luc. = ἀμυγδαλέα.
Middle Liddell
an almond-tree, Luc.