αμύγδαλο
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον)
ο καρπός της αμυγδαλιάς
αρχ.
το δέντρο αμυγδαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. της λ. αμυγδάλη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι
νεοελλ.
αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός, αμυγδαλωτός.
ΣΥΝΘ. αμυγδαλέλαιο, αμυγδαλοειδής
νεοελλ.
αμυγδαλόγαλα, αμυγδαλοθραύστης, αμυγδαλόκαρπος, αμυγδαλόκολλα, αμυγδαλόλαδο, αμυγδαλόμαζα, αμυγδαλομάτης, αμυγδαλόπαστα, αμυγδαλόπηκτο, πικραμύγδαλο, πετραμύγδαλο].