ἀνεμοσκεπής

Revision as of 16:11, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ές,

   A sheltering one from the wind, χλαῖναι Il.16.224.

German (Pape)

[Seite 223] ές, vor dem Winde schützend, windabwehrend, Il. 16, 224.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοσκεπής: -ές, ὁ σκεπάζων τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, ὁ προφυλάττων, χλαῖναι Ἰλ. Π. 224.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui abrite contre le vent.
Étymologie: ἄνεμος, σκέπος.

English (Autenrieth)

ές (σκέπας): sheltering from the wind, Il. 16.224†.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
que protege contra el viento χλαῖναι Il.16.224.

Greek Monolingual

ἀνεμοσκεπής, -ές (Α)
αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῑς χλαῑναι» (Ομ.).

Greek Monotonic

ἀνεμοσκεπής: -ές (σκέπη), αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμοσκεπής: защищающий от ветра (χλαῖνα Hom.).

Middle Liddell

σκέπη
sheltering from the wind, Il.