ἀντήεις

Revision as of 16:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

Dor. ἀντ-άεις, εσσα, εν, (ἄντα)

   A hostile, Pi.P.9.93.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, (ἄντα) ἐχθρικός, ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις Πινδ. Π. 9. 165.

Greek Monolingual

ἀντήεις, -εσσα, -εν (Α) άντα
ενάντιος, εχθρικός.

Greek Monotonic

ἀντήεις: Δωρ. -άεις, -εσσα, -εν (ἄντα), εχθρικός, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντήεις: = дор. ἀντάεις.

Middle Liddell

ἄντα
hostile, Pind.