ἄντα

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντα Medium diacritics: ἄντα Low diacritics: άντα Capitals: ΑΝΤΑ
Transliteration A: ánta Transliteration B: anta Transliteration C: anta Beta Code: a)/nta

English (LSJ)

Ep. Adv.
A over against, face to face, in Hom. mostly in the phrases, ἄ. μάχεσθαι fight man to man, Il.19.163; ἄ. ἰδεῖν look before one, ib.13.184, cf.E.Alc.877 (lyr.); θεοῖς ἄ. ἐῴκει he was like the gods to look at, Il.24.630; εἴδεται ἄ. πελιδνή Nic.Th.238; ἄ. τιτύσκεσθαι aim straight at them, Od.22.266, cf. Pi.N.6.27; ἄ. πρός τινος Epigr.Gr.223.4 (Milet.).
II as preposition with genitive, like ἀντί, over against, Ἤλιδος ἄ. Il.2.626; ἄ. παρειάων σχομένη κρήδεμνα.. before her cheeks, Od.1.334; ἄντ' ὀφθαλμοῖϊν 4.115; also of persons, ἄ. σέθεν before thee, to thy face, ib.160, cf. 22.232; so in Il.21.331, with a notion of comparison, confronted with thee; ἕρπει ἄ. τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίσδεν rivals it, Alcm.35.
2 in hostile sense, against, Διὸς ἄ. πολεμίζειν Il.8.428; Διὸς ἄ… ἔγχος ἀεῖραι ib.424; εἴ κέ μευ ἄ. στήης 17.29; Αἴαντος στήμεναι ἄ. ib.166.ἄνται· ἄνεμοι, and ἀντάς· πνοάς, Hsch. (leg. ἀῆται, ἀήτας).

Spanish (DGE)

(ἄντᾰ) I adv. c. verb. de mov. y asimilados (‘ver’, ‘mirar’, etc.) de frente ἄ. ἰδῶν Il.13.184, εἰσιδεῖν ... ἄ. E.Alc.877, εἴδεται ἄ. πελιδνή Nic.Th.238, ἄ. τιτυσκόμενοι Od.22.266, σκοποῦ ἄ. τυχεῖν Pi.N.6.27, ἄ. δ' ἤειδεν Archil.133.8, θεοῖσι γὰρ ἄ. ἐῴκει Il.24.630, κἄντα πρὸς ἑπταπόρου στᾶσε σε GVI 1485.4 (Mileto I/II d.C.)
cuerpo a cuerpo ἄ. μάχεσθαι Il.19.163.
II prep. c. gen.
1 frente a Ἤλιδος ἄ. Il.2.626
delante de ἄ. παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα Od.1.334, ἄντ' ὀφθαλμοῖϊν Od.4.115, ἄ. σέθεν Od.4.160, ἄ. μνηστήρων Od.22.232
subst. parte delantera τοῦ ἄντα καὶ τῶν τοῦ πέρα (las cepas) de la parte anterior y posterior, POxy.117.8 (II/III d.C.).
2 c. idea de hostilidad contra Διὸς ἄ. ... πτολεμίζειν Il.8.428, Διὸς ἄ. ... ἔγχος ἀεῖραι Il.8.424, ἄ. σέθεν ... μάχῃ ... εἶναι Il.21.331, εἴ κέ μευ ἀ. στήῃς Il.17.29, Αἴαντος ... στήμεναι ἄ. Il.17.167.
3 equivalente a, semejante a ἕρπει ἄ. τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίσδην Alcm.41.
• Etimología: De ide. *ani-, cf. ai. anta- ‘fin’, ‘término’ y anticerca de’, gr. ἀντί, arm. andallí’, gót. and como prep. y preverbio, etc. A su vez, *ant- viene de *H2ent-, cf. het. ḫantiseparadamente’.

German (Pape)

[Seite 242] fast nur Ep., 1) advb., entgegen, gegenüber, ins Angesicht, ἄντα μάχεσθαι, Mann gegen Mann kämpfen, Il. 19, 163; θεοῖς ἄντα ἐῴκει 24, 630, er glich den Göttern, gegen sie gehalten od. ins Angesicht, d. i. vollkommen; ἄντα τιτύσκεσθαι, gerad drauf los zielen, Od. 21, 48; ἄντα δ' ἀνασχομένω χερσὶ ἅμ' ἄμφω σύν ῥ' ἔπεσον Iliad. 23, 686; ἀλλ' ὁ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος Iliad. 13, 184. 404. 503. – Pind. σκοποῦ ἄντα τυχεῖν, gegen das Ziel treffen, N. 6, 28; Eur. Alc. 880 εἰσιδεῖν ἄντα. – Häufiger 2) als praepos. mit dem gen., gegenüber, Ἤλιδος Il. 2, 626. So ἄντα θυράων ἧστο Ap. Rh. 3, 44; ἄντα σέθεν, vor dir, in deiner Gegenwart, Od. 4, 160; ἄντα παρειάων σχομένη κρήδεμνα, sie hatte den Schleier vor die Wangen gezogen, Od. 1, 334 u. öfter. Gew. in feindlicher Bdtg, gegen, Διὸς ἄντα ἔγχος ἀεῖραι Il. 8, 424; ἄντ' Ἀχιλῆος στήσομαι Iliad. 20. 89; εἴ κέ μευ ἄντα στήῃς 17, 29; Λητοῖ δ' ἀντέστηἙρμῆς, ἄντα δ' ἄρ' Ἡφαίστοιο μέγας ποταμός Iliad. 20, 73; ἄντα σέθεν Ξάνθον μάχῃ ἠίσκομεν εἶναι 21, 331; ἀλλ' ἄγ' ἀνὴρ ἄντ' ἀνδρὸς ἴτω Iliad. 20, 355; ὅς κε σεῦ ἄντα ἔλθῃ ἀμυνόμενος Iliad. 16, 621; Ἕκτωρ δ' ἄντ' Αἴαντος ἐείσατο 15, 415; ἄντα Ποσειδάωνος ἐναντίβιον πολεμίζειν 21, 477. Zweifelhaft Iliad. 8, 233 Τρώων ἄνθ' έκατόν τε διηκοσίων τε ἕκαστος στήσεσθ' ἐν πολέμῳ, wo Aristarch ἀντί verstand u. desbalb ἀνθ' las, Herodian ἄντα verstand u. deshalb ἄνθ' las, s. Scholl. Aristonic. u. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 120. Zweifelhaft auch Od. 6, 141 στῆ δ' ἄντα σχομένη, s. Scholl.

French (Bailly abrégé)

I. adv. en face, face à face, vis-à-vis : ἄντα μάχεσθαι IL combattre face à face, càd d'homme à homme ; θεοῖσ' ἄντα ἐώκει IL à le voir en face, il ressemblait aux dieux;
II. prép.
1 en face de, vis-à-vis de, contre, gén. ; fig. Διὸς ἄντα πολεμίζειν IL combattre à l'encontre des ordres de Zeus;
2 devant : ἄντα παρειάων σχομένη κρήδεμνα OD ramenant son voile devant ses joues.
Étymologie: cf. ἀντί.

Russian (Dvoretsky)

ἄντᾰ:
I adv.
1 прямо (на)против, лицом к лицу (μάχεσθαι Hom.);
2 прямо, напрямик (τιτύσκεσθαι Hom.; σκοποῦ τυχεῖν Pind.; εἰσιδεῖν πρόσωπόν τινος Eur.): ἐοικέναι ἄ. τινί Hom. быть чрезвычайно похожим на кого-л.
II в знач. praep. cum gen.
1 лицом к лицу с …, против (τινὸς πολεμίζειν Hom.): τινὸς ἄ. ἔγχος ἀεῖραι Hom. поднять копье на кого-л.;
2 перед: ἄ. σέθεν Hom. в твоем присутствии; χλαῖνα ἄ. ὀφθαλμοῖϊν ἀνασχών Hom. закрыв глаза плащом.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντα: (ὡς τὸ ἄντην ἐκ τοῦ ἀντί, πρβλ. κρύβδην, κρύβδα): ― Ἐπ. ἐπίρρ. ἀπέναντι, κατέναντι, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, Λατ. coram, Ὅμ.· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσιν, ἄντα μάχεσθαι, ἀνὴρ πρὸς ἄνδρα, Ἰλ. Τ. 163· ἄντα ἰδών, «ἐξ ἐναντίας ἰδών» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ν. 184, κτλ., πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 877· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει, «ἄντικρυς γὰρ θεοῖς ἦν ὅμοιος» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 630· εἴδεται ἄντα πελιδνὴ Νικ. Θ. 238· ἄντα τιτύσκεσθαι, σκοπεύειν κατ’ εὐθεῖαν πρὸς αὐτούς, Ὀδ. Χ. 266, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 46· ἄντα πρός τινος Συλλ. Ἐπιγρ. 2892. 4. ΙΙ. ὡς πρόθ. μετὰ γεν. ὡς τὸ ἀντί, ἀπέναντι, πέραν, ἀντικρύ, Ἤλιδος ἄντα Ἰλ. Β. 626· ἄντα παρειάων σχόμενη... κρήδεμνα, πρὸ τῶν παρειῶν, Ὀδ. Α. 334· ἄντ’ ὀφθαλμοῖϊν Δ. 115· (ἐν Ζ. 141 στῆ δ’ ἄντα σχομένη δύναται νὰ ληφθῇ ἐλλειπτικῶς μετὰ τῆς αὐτὴς σημασίας ἢ τὸ ἄντα νὰ ἀποδοθῇ εἰς τὸ στῆ, ἐστάθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ, κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ)· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ἄντα σέθεν, ἐνώπιόν σου, Ὀδ. Δ. 160, πρβλ. Χ. 232· οὕτως ἐν Ἰλ. Φ. 331, ἔχει ἔννοιάν τινα συγκρίσεως: παραβαλλόμενος πρὸς σέ, ὡς τὸ ἀντάξιος· ἕρπει γὰρ ἄντα τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίζην, ἀνταγωνίζεται, ἀνθαμιλλᾶται πρὸς αὐτό, Ἀλκμὰν 60 (14). 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐναντίον, Διὸς ἄντα πολεμίζειν Ἰλ. Θ. 428· Διὸς ἄντα... ἔγχος ἀεῖραι αὐτόθι 424 εἴ κε μευ ἄντα στήῃς Ρ. 29· Αἴαντος... στήμεναι ἄντα αὐτόθι 166, κτλ. Εἰς τὸ ἄντα ἀνήκουσι πολλὰ χωρία, ἐν οἷς τὸ ληκτικὸν φωνῆεν ἔπαθεν ἔκθλιψιν (ἄντ’) καὶ ὡς ἐκ τούτου συμβαίνει πολλάκις σύγχυσις μετὰ τῆς ἀντὶ προθέσ.· ἴδε ἀντὶ Λ. Ι.

English (Autenrieth)

(cf. ἀντί): adv. and prep., opposite, over against; ἄντα τιτύσκεσθαι, aimstraight forward;’ ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος, Il. 13.184; ἄντα μάχεσθαι, ‘with the enemy;’ στῆ δ' ἄντα σχομένη, halted and ‘faced’ him, Od. 6.141 ; θεοῖσιν ἄντα ἐῴκει, ‘in visage,’ Il. 24.630 (cf. ἄντην); as prep., w. gen., Ἤλιδος ἄντα, over against, Il. 2.626 ; ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, ‘before’ her cheeks, Od. 1.334 ; ἄντα σέθεν, Od. 4.160; and freq. in hostile sense, θεοὶ ἄντα θεῶν ἴσαν, Il. 20.75; Διὸς ἄντα πτολεμίζειν, Il. 8.428, etc.

English (Slater)

ἄντα
   a adv., face to face, squarely ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς (Mingarelli: ἄντα σκοποῦ (τε)τυχεῖν codd.: σκοποῦ ἂν τετυχεῖν Σ.) (N. 6.27)
   b prep. c. gen., against — κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος ἄντα δυσμενέων (Pae. 2.69)

Greek Monolingual

ἄντα επίρρ. (Α)
1. απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο, άνδρας προς άνδρα
2. εντελώς, απόλυτα
3. ίσια επάνω, κατευθείαν
4. φρ. («θεοῖς ἄντα ἐῴκει» — έμοιαζε με τους θεούς στην όψη
5. (ως πρόθ. με γεν.) α) ακριβώς απέναντι, αντικρύ
β) μπροστά σε κάτι
γ) φρ. «ἄντα σέθεν» — εμπρός σου, ενώπιον σου, σε σύγκριση με σένα
δ) εναντίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άντα είναι επίρρημα της επικής γλώσσας, συνοδευόμενο συχνά από γενική. Πρόκειται για αιτιατική ενός αρχικού θέματος αντ- (που απαντά επίσης στην τοπική αντί και στην αιτιατική άντην), το οποίο, ενώ αρχικά σήμαινε «κατά πρόσωπο, απέναντι», εμφανίστηκε αργότερα στην Ελληνική και με τις σημασίες «εναντιώνομαι, συναντώ, ικετεύω» κ.λπ. Πρβλ. γοτθ. and «εκεί πάνω», «κατά μήκος», απ' όπου το γερμ. πρόθημα anda-, and-«αντίθετα, απέναντι», λιθουαν. ant «εκεί πάνω», αγγλοσαξ. end «προηγουμένως» κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ανταίος, αντάω.
ΣΥΝΘ. αρχ. άναντα, δίαντα, εισάντα, έναντα, κάταντα, κατέαντα, πάραντα, πρόσαντα, ύπαντα].

Greek Monotonic

ἄντα: (ἀντί), επίρρ.,
1. ενώπιος ενωπίω, πρόσωπο με πρόσωπο, ἄντα μάχεσθαι, μάχομαι άνδρας προς άνδρα· ἄντα ἰδεῖν, κοιτάζω μπροστά από κάποιον· θεοῖς ἄντα ἐῴκει, ήταν όμοιος με τους θεούς στην όψη, σε Όμηρ.· ἄντα τιτύσκεσθαι, στοχεύω κατευθεία προς αυτούς, σε Όμηρ.· ἄντα παρειάων, μπροστά από τις παρειές της, ἄντ' ὀφθαλμοιῖν, σε Ομήρ. Οδ.· ἄντα σέθεν, μπροστά σου, στο ίδ.
2. με εχθρική σημασία, ενάντια, Διὸς ἄντα, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

ἄντην
Grammatical information: adv.
Meaning: over against, face to face (Il.).
Derivatives: ἀντάεις hostile (Pi.). Denom. vb. ἀντάω come opposite to, meet with (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [48] *h₂ent- face
Etymology: From the root noun *ἀντ- was derived ἄντομαι meet (Il.). ἄντα is the acc. of this noun; the locativ is ἀντί (s. v.); ἄντην was formed like (after?) δήν, πλήν etc. The case is still clear in ἔν-αντα (= ἐν ἄντα) etc., s. Wackernagel Syntax 2, 225. Vgl. Goth. and(a)- against, Lith. añt, OLith. and dial. antà towards.

Middle Liddell

ἀντί
I. over against, face to face, ἄντα μάχεσθαι to fight man to man; ἄντα ἰδεῖν to look before one; θεοῖς ἄντα ἐώικει was like the gods to look at, Hom.; ἄντα τιτύσκεσθαι to aim straight at them, Od.
II. as prep. with genitive, over against, Hom.; ἄντα παρειάων before her cheeks; ἄντ' ὀφθαλμοῖϊν Od.; ἄντα σέθεν before thee, Od.
2. in hostile sense, against, Διὸς ἄντα Il.

Frisk Etymology German

ἄντα: ἄντην
{ánta}
Grammar: Adv.
Meaning: gegenüber, ins Gesicht (ep., zum Gebrauch Bolling Lang. 27, 223ff.).
Derivative: Ableitungen: ἀντάεις feindlich (Pi., dor.). Denominatives Verb ἀντάω ‘entgegenkommen, -gehen’ (ep. poet.) mit ἀντήσεις· ἱκεσίαι, λιτανεῖαι, ἱκετεῖαι H. (dem Sinne nach zu ἄντομαι, s. unten). Daneben ἀπαντάω (att., ion. usw.) mit ἀπάντησις Begegnung (S., Arist. usw.) und ἀπάντημα ib. (E., LXX).
Etymology: Scheinbar primär, aber in Wirklichkeit von dem Wurzelnomen *ἀντ- (s. unten und Schwyzer 722: 8) abgeleitet ist ἄντομαι begegnen, angehen, flehen (ep. poet.). ἄντα ist als Akkusativ eines alten Wurzelnomens anzusehen, von dem der Lokativ in ἀντί (s. d.) vorliegt; ἄντην wie δήν, πλήν usw. Ursprüngliche Kasusfunktion noch in ἔναντα (= ἐν ἄντα) usw., s. Schulze Kl. Schr. 669, Wackernagel Syntax 2, 225. Vgl. got. and(a)- entgegen, lit. añt, alit. u. dial. antà ‘nach — hin, auf, über’.
Page 1,112-113