ἀντίτολμος

Revision as of 16:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A boldly attacking, A.Eu.553 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 262] (τόλμα), dagegen unternehmend, verwegen, Aesch. Eum. 523.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίτολμος: -ον, (τόλμα) ὁ εὐθαρσῶς ἐπιτιθέμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 553.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résiste hardiment.
Étymologie: ἀντί, τολμάω.

Spanish (DGE)

-ον
que se atreve a luchar, audaz subst. ὁ ἀ. A.Eu.553.

Greek Monolingual

ἀντίτολμος, -ον (Α)
αυτός που επιτίθεται με τόλμη, τολμηρός.

Greek Monotonic

ἀντίτολμος: -ον (τόλμα), αυτός που επιτίθεται με τόλμη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίτολμος: дерзающий, смелый, отважный Aesch.

Middle Liddell

τόλμα
boldly attacking, Aesch.