boldly
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. and V. ἀνδρείως, Ar. and P. θρασέως, P. τολμηρῶς θαρσαλέως, V. θρασυσπλάγχνως, εὐθαρσῶς, εὐτόλμως, εὐκαρδίως.
in bad sense: P. τολμηρῶς, θαρσαλέως; see fearlessly, out-spokenly.