ἀπότευξις

Revision as of 16:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A miscarriage, failure, Pl.Ax.368d, Phld.Mus.p.14K.(pl.); ἐλπίδος Plu.Galb.23; of an electoral defeat, Id.Mar.5.

German (Pape)

[Seite 330] ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότευξις: -εως, ἡ, ἀποτυχία, Πλάτ. Ἀξ. 368C· ἐλπίδος Πλουτ. Γάλβ. 23: - ἀποτευκτικός, ή, όν, προξενῶν ἀποτυχίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6 καὶ 26, 14: - ἀποτευκτέω, = ἀποτυγχάνω, Φώτ., ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 395.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
échec, insuccès.
Étymologie: ἀποτυγχάνω.

Greek Monolingual

ἀπότευξις, η (Α) αποτυγχάνω
αποτυχία.

Greek Monotonic

ἀπότευξις: -εως, ἡ (ἀπο-τυγχάνω), αποτυχία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότευξις: εως ἡ неудача, провал, крушение Plat., Plut.

Middle Liddell

ἀποτυγχάνω
a failure, Plut.