ἀποτυγχάνω
τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain
English (LSJ)
A fut. ἀποτεύξομαι Pl.Lg.898e:—Med., aor. ἀποτεύξασθαι· ἀποτυχεῖν, Hsch.: pf. Pass. in med. sense, Phld.Rh.1.220S.:—fail in hitting or fail in gaining, τινός Hp.VM2, Pl.Lg.744a, X.Mem.4.2.27, etc.; τοῦ ὠφελιμωτάτου Pl.Tht.179a; τούτων τριῶν ἑνός γ' ἀ. Alex. 211; μήτ' ἀξίως τυχεῖν τῆς ἀληθείας μήτε πάντως ἀ. Arist.Metaph.993b1; lose, ὧν εἶχον ἀπέτυχον X.Cyr.1.6.45; κακοῦ ἀποτυχεῖν = escape from, Philem.93.9.
2 Pass., ἀποτυγχάνεται = a failure ensues, Arist.Ph.199b3; of things, to be missed, τὸ μὴ ἐπιτευχθὲν ἀ. D.H. Pomp.2.14; τὰ προτεθεσπισμένα καὶ ἀποτετευγμένα prophesied and not come to pass, Luc.Alex.28; ἀποτετευγμένος = rejected, not finding a purchaser, Dsc.5.79.
II abs., miss one's object, fail, X.HG7.5.14; ὅλως ἀ. D.11.12; λέγοντες οὐκ ἀποτευξόμεθα shall not miss the truth in saying, Pl.Lg.898e; ἀ. περί τινος X.Eq.1.16; τυγχάνειν καὶ ἀ. κατά τι Arist.Po.1450a3; τῷ γάμῳ D.S. 12.12; ἐν ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.5.98.6:—Med., ἀποτυγχανομένῳ πρὸς τὸν γάμον Ant.Lib.39.3.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. -τεύξομαι Hp.VM 2, Pl.Lg.898e, aor. inf. med. -τεύξασθαι Hsch., perf. -τετευγμένος Luc.Alex.28, Dsc.5.79]
1 fracasar, no acertar con c. gen. de pers. (γαμβροῦ) Democr.B 272, en el amor τῆς γυναικός Ctes.8a, τοῦ μὲν βασιλέως ἀπέτυχεν no dio con el rey (cuando iba a matarlo), Plb.5.81.5, εὐμενοῦς τοῦ θεοῦ Synes.Ep.40.
2 c. abstr.
a) c. gen. de la meta o el blanco no acertar, no dar con, fallar καιροῦ Hp.VM 12, τοῦ σκοποῦ Pl.Lg.744a, cf. Tht.193c, Pl.Sph.228c;
b) c. gen. de otros n. abstr. fracasar, no lograr, no conseguir εἰ δέ τις τῶν ἰδιωτέων γνώμης ἀποτεύξεται ... τοῦ ἐόντος ἀποτεύξεται si uno no logra la comprensión de los profanos, se alejará del conocimiento real Hp.VM 2, (τῆς ἀληθείας) Arist.Metaph.993b1, τοῦ ὠφελιμωτάτου Pl.Tht.179a, cf. R.505e, τῶν σμικρῶν Pl.Lg.892d, τῶν ... ἀγαθῶν X.Mem.4.2.27, οὐκ ἔστ' ἀποτυχεῖν κακοῦ no es posible no acertar con el mal Philem.96.9, cf. Alex.211, κρίσεως Din.1.87, ἐλπίδος Plb.9.14.11, παραθέσεως Plb.3.17.11, cf. 9.14.12, πράξεως Plb.2.7.9, (ἡ διψυχία) πάντων ἀποτυγχάνει τῶν ἔργων αὐτῆς Herm.Mand.9.10, <ἀπο>τυγχάνει πέψεως no realiza la digestión Sor.26.25, ἀποτυχὼν ... οὐρίου no logrando viento favorable Men.Fr.205.2, ἀγωγῆς οὐκ ἀπέτυχεν ἀξίας τῆς φύσεως Synes.Ep.45, τῆς ἐπιβουλῆς BGU 1816.12 (I a.C.), (ἐντολῆς) D.C.46.43.3, τῆς αἰτήσεως POxy.1841.4 (VI d.C.), τῆς παρακλήσεως PMasp.20ue.9 (VI d.C.)
•c. relat. ὧν ἤθελεν Pl.Demod.384c, cf. Aen.Tact.18.19, ὧν εἶχον ἀπέτυχον malograron, perdieron lo que tenían X.Cyr.1.6.45
•c. inf. subst. τοῦ δοκεῖν εἶναι δίκαιοι fracasan en parecer justos Pl.Sph.267c, τοῦ πεῖσαι αὐτόν no consiguieron convencerle, Mart.Pol.8.3
•c. indef. μηδενὸς ἀποτυχεῖν Isoc.Ep.2.15, πάντων Pl.R.394e, ἢν δὲ βιᾶται ... παντὸς ἀποτεύξεται si fuerza (la alimentación) fracasará en todo Hp.Vict.1.7;
c) giros c. prep. fallar, fracasar ἐξ ὧν ἂν περὶ μεγέθους ... ἀποτυγχάνοι τις por lo que uno fallaría sobre la alzada (del caballo), X.Eq.1.16, cf. Arist.MM 1205a35, κατὰ ταύτας (τὰς πράξεις) Arist.Po.1450a3, ἐν ταῖς ... ἐπιβολαῖς Plb.5.98.6 ἐν ὁμοίοις I.BI 1.566, πρὸς τὸν γάμον Ant.Lib.39.3, κατὰ τὴν τοῦ αἵματος γένεσιν Gal.11.263
•c. dat. τῷ γάμῳ D.S.12.12;
d) abs. o c. adv. fracasar, no tener éxito (ὀργή) τῶν ἀποτυχουσῶν la cólera de las (diosas) que fracasaron (Atenea y Hera), Isoc.10.47, cf. X.HG 7.5.14, διὰ τὸ μὴ πολλὰ ἀποτετυχηκέναι por no haber fracasado todavía muchas veces Arist.Rh.1389a20, cf. 1383b29, EN 1119a3, ὅλως D.11.12, cf. 19.119, Men.Fr.499.3, Aristeas 191, 192, λέγοντες ... οὐκ ἀποτευξόμεθα no nos equivocaremos en decir Pl.Lg.898e, μὴ ἀποτύχῃς no falles, PTeb.744.9 (III a.C.), cf. PSI 615.8 (III a.C.), LXX Ib.31.16
•op. κατορθοῦν Plb.1.37.8, δεηθεῖσα ... ἀποτυγχάνει I.AI 15.258, en v. med. mismo sent. ἐπιχειρεῖται ἀλλ' ἀποτυγχάνεται Arist.Ph.199b3, πάντῃ D.H.Pomp.2.14
•c. suj. no pers. χρησμοὶ ... ἀποτετευγμένοι profecías fallidas Luc.l.c., ἀποτετευγμένῳ τῷ ξυστῷ con polvo de herrumbre que resulta malo e.e. de mala calidad Dsc.l.c.
German (Pape)
[Seite 333] (s. τυγγάνω), verfehlen, nicht erlangen, absol. u. τινός, τοῦ σκοποῦ Plat. Legg. V, 744 a; τοῦ ὠφελιμωτάτου Theaet. 179 a; τῆς πείρας Dem. 59, 101; Gegensatz ἐπιτυγχάνω Xen. Mem. 4, 2, 28; εὐτυχεῖν Hell. 7, 5, 14; κατορθοῦν Pol. 1, 37, 8; τυγχάνω Plut. Lyc. 25; übh. unglücklich sein, ἐν ταῖς ἐπιβολαῖς Pol. 5, 98, 6; τινί D. Sic. 12, 12; ἐν οἷς μηδὲν ἀποτετυχήκασιν, bei denen man nie eine Fehlbitte gethan, Arist. rhet. 2, 6. Auch med., in derselben Bdtg; – verlieren, καὶ ὧν εἶχον Xen. Cyr. 1, 6, 45; – Pass., τοῦ πράγματος ἀποτευχθέντος Dio Chrys. II, 205.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποτεύξομαι;
1 ne pas atteindre, ne pas obtenir, manquer, gén. ; ne pas réussir, être malheureux;
2 perdre : ὧν εἶχον ἀπέτυχον XÉN ils perdirent ce qu'ils possédaient.
Étymologie: ἀπό, τυγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτυγχάνω: (fut. ἀποτεύξομαι)
1 давать промах, ошибаться, обманываться (περί τινος Xen.; οἱ πολλάκις ἀποτετυχηκότες Arst.): ἀ. τοῦ σκοποῦ Plat. бить мимо цели; ἀ. τινός Plat., Arst., Dem., Plut., ἔν τινι Arst., Polyb., κατά τι Arst. и τινί Diod. терпеть неудачу или просчитываться в чем-л., не достигать чего-л.; τὰ ἀποτετευγμένα Luc. просчеты, промахи;
2 терять: ὧν εἶχον ἀπέτυχον Xen. они потеряли (все), что имели.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι: - δὲν ἐπιτυγχάνω εἴς τι, τινὸς Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Νόμ. 744Α, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 27, κτλ.· τοῦ ὠφελιμωτάτου Πλάτ. Θεαίτ. 179Α· τούτων τριῶν ἑνὸς... ἀπ. Ἄλεξ. ἐν «Συναποθνήσκουσιν» 3· μήτ’ ἀξίως τυχεῖν τῆς ἀληθείας, μήτε πάντως ἀπ. Ἀριστ. Μεταφ. 1. (ἔλαττ.) 1, 1: - χάνω, ὦν εἶχον ἀπέτυχον Ξεν. Κύρ. 1. 6, 45: - κακοῦ ἀποτυχεῖν ἀπὸ…, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 8. 2) Παθ., ἀποτυγχάνεται, ἀποτυχία συμβαίνει, Ἀριστ. Φυσ. 2.8,11: ἐπὶ πραγμάτων, δὲν ἐπιτυγχάνομαι, τὸ μὴ ἐπιτευχθὲν ἀπ. Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 2· τὰ προτεθεσπισμένα καὶ ἀποτετευγμένα, τὰ προρρηθέντα καὶ μὴ ἐκπληρωθέντα, Λουκ. Ἀλέξ. 28. ΙΙ. ἀπολ., ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ μου, ἀποτυγχάνω, δὲν κατορθώνω τι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14· ὅλως ἀπ. Δημ. 155. 20· λέγοντες οὐκ ἀποτευξόμεθα, δὲν θὰ ἀποτύχωμεν τῆς ἀληθείας (δὲν θὰ εἴπωμεν ψεῦδος) λέγοντες, Πλάτ. Νόμ. 898Ε· ὡσαύτως, ἀπ. περί τινος Ξεν. Ἱππ. 1, 16· τυγχάνειν καὶ ἀποτ. κατά τι Ἀριστ. Ποιητ. 6.7· τινί, ἔν τινι, Διόδ. 12.12· ἔν τινι Πολύβ. 5. 98.6: - μετ᾿ ἀπαρ., ἀποτυγχάνω να..., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5,14.
Greek Monolingual
κ. -τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω)
1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ
2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου
νεοελλ.
(μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι
2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει στη σταδιοδρομία του
μσν.
γελιέμαι, πέφτω έξω
αρχ.
1. αποβάλλω, χάνω
2. (-ομαι) δεν εκπληρώνομαι, δεν πραγματοποιούμαι.
Greek Monotonic
ἀποτυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι·
I. 1. δεν επιτυγχάνω στους στόχους μου ή στο να κερδίσω, χάνω, σφάλλω, με γεν., σε Ξεν. κ.λπ.
2. Παθ., τὰ ἀποτετευγμένα, αυτά που δεν έχουν εκπληρωθεί, τα ανεκπλήρωτα, σε Λουκ.
II. απόλ., αποτυγχάνω στο στόχο μου, ατυχώ, δεν κατορθώνω κάτι, σε Ξεν.· αποτυγχάνω να προσεγγίσω την αλήθεια, σφάλλω, στον ίδ.· με απαρ., αποτυγχάνω να πράξω κάτι, στον ίδ.
Middle Liddell
I. to fail in hitting or gaining, to miss, lose, c. gen., Xen., etc.
2. Pass., τὰ ἀποτετευγμένα things not come to pass, Luc.
II. absol. to miss one's object, to be unlucky, fail, Xen.: to miss the truth, err, Xen.:—c. inf. to fail to do, Xen.