ἀρτόπωλις

Revision as of 16:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of -πώλης, Ar.V.238, Ra.858, PTeb. 119.50 (ii B. C.).    2 as Adj., τηλία ἀ. baker's tray, Poll.9.108.

German (Pape)

[Seite 363] ιδος, ἡ, Brotverkäuferin, Ar. Ran. 857; Anacr. 66, 4; αἱ ἀρτοπώλιδες heißt eine Komödie des Hermipp., Ath. III, 119 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτόπωλις: (οὐχὶ ἀρτοπῶλις), ιδος, ἡ, ἡ πωλοῦσα ἄρτον, Ἀριστοφ. Σφ. 238, Βάτρ. 858: ― ἀρσ. -πώλης, ου Πολυδ. Ζ΄, 21· ἴδε Κ. Κόντου Γλωσσικ. Παρατηρ. σ. 532. 2) ὡς ἐπίθ. τηλία ἀρτόπωλις, κόσκινον ἀρτοπώλου, Πολυδ. Θ΄, 108.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
boulangère.
Étymologie: ἄρτος, πωλέω.

Spanish (DGE)

-ιδος
1 adj. fem. propio del panadero τηλία Poll.9.108.
2 subst. (ἡ) ἀ. panadera ἀρτοπώλισιν ... ὁμιλέων Anacr.82.4, λοιδορεῖσθαι ... ὥσπερ ἀρτοπώλιδας Ar.Ra.858, cf. V.238, SB 10447re.3, 16, ue.39 (III a.C.)
αἱ Ἀρτοπώλιδες Las Panaderas tít. de una comedia de Hermipo, Hermipp.7, cf. PTeb.119.50 (II a.C.).

Greek Monolingual

ἀρτόπωλις, η (Α)
η πωλήτρια άρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -πωλις (-ιδος) < πωλώ].

Greek Monotonic

ἀρτόπωλις: -ιδος, ἡ (πωλέομαι), φουρνάρισσα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτόπωλις: ιδος ἡ булочница Arph.

Middle Liddell

πωλέομαι
a bread-woman, Ar.