ἀσθενόω

Revision as of 16:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A weaken, X.Cyr.1.5.3.

German (Pape)

[Seite 370] schwächen, Xen. Cyr. 1, 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσθενόω: καθιστῶ τινα ἀνίσχυρον, ὡς τὸ ἀσθενοποιῶ, καὶ κινδυνεύοιεν, εἰ μή τις αὐτοὺς φθάσας ἀσθενώσει, ἐπὶ ἕν ἕκαστον τῶν ἐθνῶν ἰόντες καταστρέψασθαι Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 79, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀσθενώσω;
affaiblir.
Étymologie: ἀσθενής.

Spanish (DGE)

debilitar αὐτούς (Μήδους καὶ Πέρσας) X.Cyr.1.5.3.

Greek Monotonic

ἀσθενόω: μέλ. -ώσω, αδυνατίζω, εξασθενίζω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀσθενόω: лишать сил, ослаблять Xen.

Middle Liddell

ἀσθενής
to weaken, Xen.