γνωριστέον
English (LSJ)
A one must know, Arist.EN1180b22; one may recognize, Alex.Trall.1.15.
Greek (Liddell-Scott)
γνωριστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γνωρίσῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9,16.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de γνωρίζω.
Spanish (DGE)
hay que conocer ἐκεῖνο (τὸ καθόλου) ὡς ἐνδέχεται Arist.EN 1180b22
•medic. se puede reconocer τὸν ἐπιληπτικόν οὕτως Alex.Trall.1.559.8.
Greek Monotonic
γνωριστέον: ρημ. επίθ. του γνωρίζω, πρέπει κανείς να γνωρίσει, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνωριστέον, adj. verb. van γνωρίζω, men moet inzien. Aristot. EN 1180b22.