γνωριστέον

Revision as of 17:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A one must know, Arist.EN1180b22; one may recognize, Alex.Trall.1.15.

Greek (Liddell-Scott)

γνωριστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γνωρίσῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9,16.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de γνωρίζω.

Spanish (DGE)

hay que conocer ἐκεῖνο (τὸ καθόλου) ὡς ἐνδέχεται Arist.EN 1180b22
medic. se puede reconocer τὸν ἐπιληπτικόν οὕτως Alex.Trall.1.559.8.

Greek Monotonic

γνωριστέον: ρημ. επίθ. του γνωρίζω, πρέπει κανείς να γνωρίσει, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωριστέον, adj. verb. van γνωρίζω, men moet inzien. Aristot. EN 1180b22.