γνωρίζω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωρίζω Medium diacritics: γνωρίζω Low diacritics: γνωρίζω Capitals: ΓΝΩΡΙΖΩ
Transliteration A: gnōrízō Transliteration B: gnōrizō Transliteration C: gnorizo Beta Code: gnwri/zw

English (LSJ)

fut.Att. γνωρῐῶ: pf.
A ἐγνώρικα Pl.Phdr.262b:—make known, point out, A.Pr.487, LXX 1 Ki.10.8, al., Ep.Rom.0.22:—in this sense mostly Pass., become known, Pl.R. 428a, Arist.APr.64b35; τὰ γνωριζόμενα μέρη τῆς οἰκουμένης Plb.2.37.4.
2 c. acc. pers., make known, τινά τινι Plu.Fab.21; commend, τινὰ τῇ βουλῇ ἰσχυρῶς App. Mac.9.6.
3 certify a person's identity, BGU581.13 (ii A. D.), POxy. 1024.18 (ii A. D.).
II gain knowledge of, become acquainted with, discover, c. part., τοὔργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σου τόδε δόλῳ προσέρπον S. OT538; τὰ καλὰ γ. οἱ εὐφυέες πρὸς αὐτά Democr.56, cf. E.Alc.564, Th.7.44, Arist.Ph.184a12:—Pass., Th.5.103, Men.72; γ. περί τι or περί τινος Arist.Metaph.1005b8, 1037a16.
2 become acquainted with, τινά Pl.La.181c, D.35.6; τινὰς ὁποῖοί τινές εἰσι Isoc.2.28:—Pass., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ being made acquainted with him, ibid.; πρός τινος Luc.Tim.5.

Spanish (DGE)

I gener. c. compl. indir.
1 c. ac. de abstr. o cosa y dat. de pers. dar a conocer αὐτοῖς (βροτοῖς) ἐνοδίους ... συμβούλους A.Pr.487, ἕως ... γνωρίσω σοι ἃ ποιήσεις LXX 1Re.10.8, ἀνθρώποις ... τὸν θεόν Iren.Lugd.Haer.3.18.7, ἡμῖν ... διὰ τῶν προφητῶν τὰ παρεληλυθότα καὶ ἐνεστῶτα Ep.Barn.1.7
sólo c. ac. γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ dar a conocer su poder, Ep.Rom.9.22
c. el ac. y un pred. certificar τὸν τόπον ἅπαντα ὄντα Ζήνωνος que toda la región pertenece a Zenón, PCair.Zen.643.21 (III a.C.).
2 c. ac. y dat. de pers. presentar γνωρίζει τὸν ἀδελφὸν αὐτῷ Plu.Fab.21
recomendar αὐτὸν τῇ βουλῇ ... ἰσχυρῶς App.Mac.9
c. ὅτι hacer saber que, 1Ep.Cor.12.3
en v. pas. hacerse conocido, ser conocido τὸ ζητούμενον Pl.R.428a, cf. Arist.APr.64b35, Plb.2.37.4
c. ὅτι ser conocido que en constr. pers. ἐὰν δὲ γνωρίζηται ὁ ταῦρος ὅτι κερατιστής ἐστιν LXX Ex.21.36.
II sin compl. indir.
1 c. ac. gener. de pers. reconocer, identificar ὅστις γνωριεῖ μ' ἰδών E.El.630, τοὺς ἀπεψηφισμένους D.25.100, cf. 35.6, τοὺς φίλους Aen.Tact.25.1, τοὺς ὑπὸ Ῥωμαίων ... ἀναδειχθέντας αὐτοκράτορας Hdn.8.6.2, αὐτόν Iust.Phil.Dial.36.6, σε Hierocl.Facet.150, cf. BGU 581.14 (II d.C.), POxy.1024.18 (II d.C.), los rasgos de la persona ἴχνη D.60.16, τὴν χεῖρα Hdn.1.17.4, cf. 2.1.10, τρόπον Hdn.2.14.4
profesar τοὺς κανόνας (τῆς Νικαίας) Innoc.Ep.Cler.M.52.538
discernir, darse cuenta c. interr. indir. γνωρίζειν ... τούς τε λέγοντας, ὁποῖοί τινές εἰσιν, καὶ περὶ ὧν ἂν λέγωσιν discernir qué clase de gentes son los que hablan y de qué hablan Isoc.2.28, πηλίκοι ἐσμέν Arist.Metaph.1053a34
en v. pas. ser conocido, reconocido ὑπὸ τῶν ἐν γένει por los de su linaje D.60.7, ὁπόθεν δήποτε ἐγνωρισμένοι τούτῳ de cualquier modo que fuesen conocidos por él D.35.6, πρὸς αὐτῶν Luc.Tim.5, ὁ καθαρτικὸς τῇ μετριοπαθείᾳ Olymp.in Alc.5.14, ἐν ὅτῳ τις φυλάξεται αὐτὴν (ἐλπίς) γνωρισθεῖσαν mientras que se guarda uno de ella (la esperanza) una vez reconocida Th.5.103, περὶ τῶν φθόγγων εἰπεῖν ... τίνι γνωρίζονται Aristox.Harm.45.14, c. sent. jur. γνωριζόμενοι τῷ νόμῳ (hijos) reconocidos por la ley Iust.Nou.6.1.4
c. part. pred. ser considerado, ser tenido por γνωριζέσθωσαν μὴ ὄντες Χριστιανοί Iust.Phil.1Apol.16.8.
2 sólo c. ac. de cosas y abstr. darse cuenta, advertir, percibir τὰ καλά Democr.B 56, cf. E.Alc.564, Arist.Ph.184a12, c. ac. y part. pred. ἢ τοὔργον ὡς οὐ γνωρίσοιμί σου τόδε δόλῳ προσέρπον; ¿o (pensaste) que no iba a descubrir tu plan, que me atacaba con engaños? S.OT 538, c. ὅτι: τόδε τὸ φώνημα γνωρίζειν, ὅτι Φώκου εἴη Plu.2.775b
conocer, saber, entender τι Arist.Metaph.1053a32, περὶ ἕκαστον γένος Arist.Metaph.1005b8, περὶ τῆς ὕλης Arist.Metaph.1037a16, ἐξ ὧν ἐστὶν ἡ οὐσία Arist.Metaph.1053a19.
3 trabar conocimiento, entrar en relaciones con σύνισθί τε καὶ γνώριζε καὶ ἡμᾶς καὶ τούσδε τοὺς νεωτέρους Pl.La.181c
en v. med. c. dat. tener relación con τοῖς ἀνδράσι Hld.5.20.4
tener relaciones sexuales c. doble ac. με γαμετὴν Ὑδάσπης ἐγνώρισεν Hld.4.8.4.
III en v. med. manifestarse, revelarse ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται Men.Fr.66, τὸ ἄπειρον Dam.in Phlb.109.1, ὁ λόγος, ᾧ ... ὁ θεὸς ... γνωρίζεται Clem.Al.Paed.1.7.57
ser famoso κατὰ δὲ Κῦρον Σόλων Ἀθηναῖος ἐγνωρίζετο Eus.PE 10.14.9, cf. HE 5.11.1.

German (Pape)

[Seite 499] 1) kenntlich machen, bekannt machen, τί τινι Aesch. Prom. 485; Arist. rhet. 1, 1; pass., Anal. pr. 2, 16; Sp., bes. N.T.; τινά τινι, Jemanden Einem anempfehlen, Plut. Fab. 2; App. Maced. 4; pass., bekannt, berühmt werden, Plut.; γνωριζόμενος. bekannt, Pol. 3, 37, 4 u. öfter. – 2) kennen lernen, erkennen; Soph. O. R. 538; Eur. Alc. 567; ὁ μὴ ἐγνωρικὼς, ὃ ἔστιν ἕκαστον τῶν ὄντων Plat. Phaedr. 262 b, öfter; pass. ἐγνώριστο Rep. IV, 428 a; γνώριζε καὶ ἡμᾶς, erkenne, sieh auch uns als Freunde an, Lach. 181 c; vgl. Rep. III, 402 a; von freundschaftlichem Bekanntsein, kennen, Dem. 35, 6; Plut. Alc. 4; οὐκέτι γνωρίζομαι πρὸς αὐτῶν Luc. Tim. 5.

French (Bailly abrégé)

f. γνωρίσω, att. –ιῶ ; ao. ἐγνώρισα, pf. ἐγνώρικα;
Pass. ao. ἐγνωρίσθην, pf. ἐγνώρισμαι;
1 faire connaître : τί τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à une autre ; Pass. acquérir de la notoriété, devenir notoire, être connu;
2 apprendre à connaître ; acquérir la connaissance de, apprendre, découvrir, acc.;
3 faire la connaissance de, entrer en relations avec ; Pass. avoir des relations d'amitié : τινί, πρός τινος avec qqn.
Étymologie: R. Γνω, v. γιγνώσκω ; cf. lat. gnarus, γνώριμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωρίζω γιγνώσκω aor. ἐγνώρισα, aor. pass. ἐγνωρίσθην; perf. ἐγνώρικα, perf. med.-pass. ἐγνώρισμαι; fut. γνωρίσω, Att. -ιῶ
1. bekend maken
2. van zaken bekend maken, duidelijk maken, met acc. en dat.:; κληδόνας... δυσκρίτους ἐγνώρισ’ αὐτοῖς ik maakte moeilijk te beoordelen voortekenen aan hen duidelijk; Aeschl. PV 487; pass.. ἐγνώριστο ἂν τὸ ζητούμενον dan zou dat wat gezocht werd bekend zijn Plat. Resp. 428a.
3. van pers. bekend maken, voorstellen, met acc. en dat.:; γνωρίζει τὸν ἀδελφὸν αὐτῷ zij stelt haar broer aan hem voor Plut. Fab. 21.4; pass.. γνωρισθῆναι τοῖς Ἀχαιοῖς om voorgesteld te worden aan de Achaeërs Plut. Arat. 46.2.
4. leren kennen, herkennen, kennen, ontdekken, met acc.:; τῶν ἐμῶν τι παθημάτων γ. iets van mijn narigheid weten Eur. Alc. 564; met AcP:; ἢ τοὖργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σου τόδε … προσέρπον of dacht je dat ik niet zou ontdekken dat die daad van jou op mij afsloop? Soph. OT 538; met rel. of interrog..; πειρῶ γνωρίζειν τοὺς λέγοντας ὁποῖοί τινές εἰσιν probeer van de sprekers te weten te komen wie zij precies zijn Isocr. 2.28; pass.. οὐκέτι οὐδὲ γνωρίζομαι πρὸς αὐτῶν ik word door hen zelfs niet meer herkend Luc. 25.5.

Russian (Dvoretsky)

γνωρίζω:
1 делать известным, знакомить (τί τινι Aesch., Arst.): ἐγνώριστο τὸ ζητούμενον Plut. искомое стало известным; γνωρίσαι τινά τινι Plut. представить кого-л. кому-л.;
2 узнавать, познавать (τι Soph., Eur., Plat., περί τι и περί τινος Arst.): αἱ γνωρίζουσαι τέχναι Arst. познавательные искусства; διὰ τῆς περὶ τὴν ὄψιν αἰσθήσεως γ. τι Arst. зрительно воспринимать что-л.; πρῶτον ὄψει γνωρίσαι τινά Plut. впервые лично увидеть кого-л.;
3 завязывать знакомство, знакомиться (τινά Plat., Dem.): ἐγνωρισμένος τινί Dem. знакомый с кем-л.;
4 поддерживать знакомство, находиться в дружеских отношениях (σύνισθί τε καὶ γνώριζε ἡμᾶς Plat.): οὐκέτι γνωρίζομαι πρὸς αὐτῶν Luc. они со мной больше знаться не хотят;
5 узнавать, опознавать: ὅστις γνωριεῖ μ᾽ ἰδών Eur. кто, увидев, мог бы меня узнать; γ. τινί Plut. опознавать по чему-л.

English (Strong)

from a derivative of γινώσκω; to make known; subjectively, to know: certify, declare, make known, give to understand, do to wit, wot.

English (Thayer)

future γνωρίσω (γνωριῶ (L WH γνωρίσω; Buttmann, 37 (32); WH's Appendix, p. 163)); 1st aorist ἐγνώρισα; passive (present γνωρίζομαι); 1st aorist ἐγνωρίσθην; in Greek writings from Aeschylus down (see at the end); the Sept. for הודִיעַ and Chaldean הודַע;
1. transitive, to make known: τί, τί τίνι, τίνι τό μυστήριον, G L T Tr WH read the passive); τίνι ὅτι, τίνι τί, ὅτι equivalent to τίνι ὅτι τί, τί interrogative περί τίνος, L T Tr WH; γνωριζέσθω πρός τόν Θεόν be brought to the knowledge of God, γνωρίζεσθαι εἰς πάντα τά ἔθνη to be made known unto all the nations, Plutarch, Fab. Max. 21,6)), in passive, to become known, be recognized: Tr text WH text.
2. intransitive, to know: τί αἱρήσομαι, οὐ γνωρίζω, WH marginal reading punctuate τί αἱρήσομαι; οὐ γνωρίζω; some refer this to 1 (R. V. marginal reading I do not make known), cf. Meyer at the passage In earlier Greek γνωρίζω signifies either 'to gain a knowledge of,' or 'to have thorough knowledge of.' Its later (and N.T.) causative force seems to be found only in Aeschylus Prom. 487; cf. Schmidt vol. i., p. 287; Lightfoot on Philippians, the passage cited Compare: ἀναγνωρίζω, διαγνωρίζω).

Greek Monolingual

και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω)
1. έχω μάθει, ξέρω κάτι
2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον
3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι
4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον
5. επαναφέρω στη μνήμη μου, αναγνωρίζω
μσν.- νεοελλ.
Ι. 1. γνωρίζω ως ερωτικό σύντροφο, έχω σαρκική σχέση
2. ξεχωρίζω, διακρίνω
3. (για σφάλμα) αναγνωρίζω, ομολογώ
4. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
II. παθ. γνωρίζομαι (AM γνωρίζομαι)
1. αναγνωρίζομαι από κάποιον
2. έχω γνωριμία, κοινωνικές σχέσεις με κάποιον («ἐγνωρισμένοι αὐτῷ» — που είχαν γνωριστεί μ' αυτόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. γνωρίζω, όπως εξάλλου και το επίθ. γνώριμος, πιθ. προήλθε από ουσ. γνώρον < (θ.) γνω- (γιγνώσκω) + (επίθημα) -ρ-. Το ρήμα διατηρήθηκε και χρησιμοποιείται παράλληλα προς το συνώνυμό του ξέρω στη νέα Ελληνική αντικαθιστώντας τα αρχ. γιγνώσκω και οίδα. Ο νεοελλ. τ. εγνωρίζω ανήκει στους ρηματικούς τύπους οι οποίοι, έχοντας αύξηση ε- στους ιστορικούς χρόνους, διατήρησαν αυτήν και στους αρκτικούς μετά από λέξεις που έληγαν σε -ν ή -ς πρβλ. μάς έβλεπε, τον έδειρε και μάς εβλέπει, τον εδέρνει. Το ίδιο συμβαίνει και στον τ. ηγνωρίζω, με προσθήκη του η- αντί του ε- (πρβλ. διαλεκτ. ηστέλλω, ηχτίζω, ηγαπώ κ.ά.).
ΠΑΡ. γνώρισις, γνώρισμα, γνωρισμός, γνωριστής, γνωριστικός.
ΣΥΝΘ. αναγνωρίζω
αρχ.
εξαναγνωρίζω, επιγνωρίζω, προγνωρίζω, συγγνωρίζω
νεοελλ.
καλογνωρίζω, μισογνωρίζω, ξαναγνωρίζω, παραγνωρίζω, πρωτογνωρίζω].

Greek Monotonic

γνωρίζω: (γιγνώσκω), μέλ. Αττ. -ῐῶ, παρακ. ἐγνώρῐκα·
I. 1. γνωστοποιώ, υποδεικνύω, επισημαίνω, διασαφηνίζω, σε Αισχύλ. — Παθ., γίνομαι γνωστός, σε Πλάτ.
2. με αιτ. προσ., κάνω κάποιον γνωστό· τινά τινι, σε Πλούτ.
II. 1. αποκομίζω, καρπώνομαι γνώση για κάτι, ανακαλύπτω ότι ένα πράγμα είναι..., με μτχ., σε Σοφ., Θουκ.
2. είμαι γνώστης κάποιου, εξοικειωμένος με κάποιον, αποκτώ γνωριμία με κάποιον, τινά, σε Πλάτ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

γνωρίζω: μέλλ. ἀττ.-ῐῶ· πρκμ. ἐγνώρῐκα Πλάτ. Φαίδρ. 262Β (√ΓΝΟ, γιγνώσκω)· κάμνω γνωστόν, δεικνύω, ἐξηγοῦμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 487, κ. ἀλλ.·― ἀλλ’ ἡ μεταβατικὴ αὕτη σημασία κατὰ τὸ πλεῖστον φαίνεται ἐν τῷ παθητικῷ, γίνομαι γνωστός, Πλάτ. Πολ. 428Α, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 12, 1, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω γνωστόν, τινά τινι Πλούτ. Φαβ. 21. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς τὸ εἰδέναι ἢ ἐγνωκέναι, λαμβάνω γνῶσίν τινος, γίνομαι γνώριμος μέ τινα ἢ μέ τι, ἀνακαλύπτω, μ. μετοχ., τοὖργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σοι... δόλῳ προσέρπον Σοφ. Ο.Τ. 538, πρβλ. Θουκ. 5.103, Μένανδ. Ἀσπ. 8, Πλάτ., κ. άλλ., Ἀριστ. Φυσ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως γν. περί τι ἢ περί τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3, 6., 6.11,13. 2) προσκτῶμαι γνωριμίαν μέ τινα, τινὰ Πλάτ. Λάχ. 181C, Δημ. 924. 28.― Παθ., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ, οἵτινες εἶχον λάβει τὴν γνωριμίαν του, ὁ αὐτ. 925. 5.

Middle Liddell

γιγνώσκω
I. to make known, point out, explain, Aesch.:—Pass. to become known, Plat.
2. c. acc. pers. to make known, τινά τινι Plut.
II. to gain knowledge of, discover that a thing is, c. part., Soph., Thuc.
2. to be acquainted with, make acquaintance with, τινά Plat., Dem.

Chinese

原文音譯:gnwr⋯zw 格挪里索
詞類次數:名詞(24)
原文字根:知道(化) 相當於: (דָּעָה‎ / יָדַע‎)
字義溯源:知識,學術,教導,智慧,知道,告訴,指示,彰顯;源自(γινώσκω)*=知道)。希臘人認為,清楚的知道(或認識)真理才是知識。然而他們的真理,以及對世界,魂,救恩,創造的說法,卻是別於聖經。而這些學說,在新約期中卻十分流行,所以保羅提醒提摩太,要躲避世俗的虛談,和似是而非的學問( 林前6:20)。保羅對哥林多與歌羅西的信徒,也有類似的勸告。彼得和約翰在他們的書信中也指出那些是謊言與假教訓。在( 啓2:24)說到撒但深奧之理。凡此都是屬於那些別於聖經的學說
出現次數:總共(24);路(1);約(3);徒(1);羅(3);林前(2);林後(1);加(1);弗(6);腓(2);西(3);彼後(1)
譯字彙編
1) 知道(4) 弗1:9; 弗3:3; 弗3:5; 西1:27;
2) 彰顯(2) 羅9:22; 羅9:23;
3) 指示(2) 約17:26; 羅16:26;
4) 你已將⋯指示(1) 徒2:28;
5) 指示⋯的(1) 路2:15;
6) 我要使⋯知道(1) 林前15:1;
7) 我已⋯指示(1) 約17:26;
8) 我⋯知道(1) 腓1:22;
9) 他們要將⋯告訴(1) 西4:9;
10) 他要⋯告訴(1) 西4:7;
11) 我曾告訴過(1) 彼後1:16;
12) 告訴(1) 弗6:21;
13) 我們告訴(1) 林後8:1;
14) 我告訴(1) 林前12:3;
15) 我要告訴(1) 加1:11;
16) 得知(1) 弗3:10;
17) 告訴了(1) 約15:15;
18) 講明(1) 弗6:19;
19) 申訴(1) 腓4:6

Léxico de magia

en v. med.-pas. darse a conocer, hacerse conocido Jesucristo ἅγιος, ἀθάνατος, ὁ ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων γνωρισθείς santo, inmortal, el que se dio a conocer en un pesebre de animales O 3 8

Lexicon Thucydideum

agnoscere, to recognize, 7.44.4,
PASS. 5.103.1.

Translations

know

Abkhaz: адырра; Afar: eexege; Afrikaans: weet; Akan: nim; Albanian: di; Amharic: ማወቅ, ማዎቅ; Amharic: ማወቅ; Arabic: ⁧عَلِمَ⁩, ⁧عَرَفَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧عرف⁩; Hijazi Arabic: ⁧عرف⁩, ⁧دِرِي⁩; Aramaic: ⁧יְדַע⁩; Armenian: գիտենալ, իմանալ; Aromanian: shciu; Asturian: saber; Azerbaijani: bilmək; Bakhtiari: ⁧دونستن⁩; Bashkir: белеү; Basque: jakin, jakina izan; Bavarian: wissn; Belarusian: ведаць, знаць; Bengali: জানা, চেনা; Bislama: save; Bouyei: rox; Breton: gouzout; Buginese: ito; Bulgarian: зная; Burmese: သိရှိ, သိ; Catalan: saber; Cebuano: kahibalo; Chinese Cantonese: 知; Dungan: җыдо; Hakka: 知; Mandarin: 知道, 曉得/晓得; Min Dong: 捌; Min Nan: 知影, 會曉/会晓, 明白; Wu: 曉得/晓得; Chinook Jargon: kəmtəks; Chuvash: пĕл; Classical Tibetan: ཤེས་; Cornish: godhvos; Czech: vědět; Dalmatian: sapar; Danish: vide; Dolgan: бил; Dongxiang: mejie; Dutch: weten; Dzongkha: ཤེས; Eastern Bontoc: ammo, inila; Emilian: savêr; Esperanto: scii; Estonian: teadma; Even: хадай; Evenki: сами; Fang: -yem; Faroese: vita; Finnish: tietää; French: savoir; Friulian: savê; Galician: saber; Georgian: ცოდნა; German: wissen; Alemannic German: wüsse; Gothic: 𐍅𐌹𐍄𐌰𐌽; Greek: ξέρω, γνωρίζω; Ancient Greek: γιγνώσκειν, γιγνώσκω, γινώσκω, γνωρίζω, δάω, εἰδέναι, εἴδω, ἐξειδέναι, ἐξεπίστασθαι, ἐπίσταμαι, ἐπίστασθαι, κατειδέναι, οἶδα; Guaraní: kuaa; Gujarati: જાણવું; Haitian Creole: konnen; Hausa: sanī̀; Hawaiian: ʻike; Hebrew: ⁧יָדַע⁩; Hindi: जानना; Hungarian: tud; Icelandic: vita; Ido: savar; Ilocano: ammo; Indonesian: tahu; Irish: a fhios a bheith agat, is eol do, eolas a bheith ag; Istriot: savì; Italian: sapere; Japanese: 知る, 確信している, ご存知である, 存じ上げる; Javanese: weruh; Kabyle: ẓer; Karakhanid: ⁧بِلْماكْ⁩; Kazakh: білу; Khakas: пілерге; Khmer: ចេរ; Kikuyu: ũĩ; Kilivila: -nukwali-; Korean: 알다; Krio: sabi; Kurdish Central Kurdish: ⁧زانین⁩; Northern Kurdish: zanîn; Kyrgyz: билүү; Lao: ຮູ້, ຊາບ; Latin: scio; Latvian: zināt; Lingala: yeba; Lithuanian: žinoti; Lombard: savè; Low German: weten; Luxembourgish: wëssen; Lü: ᦣᦴᧉ; Macedonian: знае; Makasar: ito; Malay: tahu; Malayalam: അറിയുക; Maltese: għaf; Manchu: ᠰᠠᠮᠪᡳ; Marathi: जाणणे; Mbyá Guaraní: kuaa; Minangkabau: tahu; Mirandese: saber; Mongolian: мэдэх; Mpade: sɨn; Nahuatl: mati; Nanai: саори, отоли-; Nepali: चिन्नु; Norman: saver; North Frisian: waase, witj; Northern Kankanay: gekken; Northern Thai: ᩁᩪ᩶; Norwegian: vite; Occitan: saber, saupre; Odia: ଜାଣିବା; Old Church Slavonic Cyrillic: знати, вѣдѣти; Old East Slavic: знати, вѣдѣти; Old English: witan; Old French: savoir, saveir; Old Javanese: wruh; Old Saxon: witan; Old Turkic: ⁧𐰋𐰃𐰠⁩; Oromo: baruu; Ossetian: зонын; Ottoman Turkish: ⁧بیلمك⁩; Pashto: ⁧پوهېدل⁩, ⁧پيېدل⁩; Persian: ⁧دانستن⁩, ⁧دونستن⁩; Piedmontese: savej; Polish: wiedzieć; Portuguese: saber; Quechua: riqsiy; Ratahan: mataton; Romanian: ști; Romansch: savair, saveir, saver; Russian: знать, ведать; Saho: eerhege; Samogitian: žėnuotė; Sanskrit: जानाति; Sardinian: ischire, ischiri; Scottish Gaelic: bi fhios aig; Serbo-Croatian Cyrillic: знати; Roman: znati; Sherpa: ཤེའ; Sicilian: sapiri; Sindhi: ⁧ڄاڻڻ⁩; Sinhalese: දන්නවා; Slovak: vedieť; Slovene: vedeti; Somali: ogaasho; Sorbian Lower Sorbian: wěźeś; Upper Sorbian: wědźeć; Southern Altai: билер; Southern Kalinga: akammu; Spanish: saber; Sranan Tongo: sabi; Sundanese: uninga; Swahili: kujua; Swedish: veta; Tagalog: alam; Tajik: донистан; Tarantino: sapè; Tatar: белергә; Ternate: waro; Tetum: hatene; Thai: รู้, ทราบ; Tibetan: ཤེས, མཁྱེན; Tocharian B: kärs-; Tofa: билир, биир; Tok Pisin: save; Turkish: bilmek; Turkmen: bilmek; Tuvan: билир; Ugaritic: 𐎊𐎄𐎓; Ukrainian: знати, ві́дати; Urdu: ⁧جاننا⁩; Uyghur: ⁧بىلمەك⁩; Uzbek: bilmoq; Venetian: saver; Vietnamese: biết; Volapük: nolön; Welsh: medru, gwybod; West Frisian: wite, witte; Western Bukidnon Manobo: savut; Yakut: бил; Yiddish: ⁧וויסן⁩; Zazaki: zanıtene, zanen, zan, zanayen; Zealandic: wete; Zhuang: rox; Add translation; el; :; More; masc.masc..; fem.fem..; neuterneuter.; Script code:; Grek; (e.g. Cyrl for Cyrillic, Latn for Latin); ±be acquainted or familiar with; Select preferred languages; Albanian: njoh; Amharic: ማወቅ; Arabic: ⁧عَرَفَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧عرف⁩; Hijazi Arabic: ⁧عِرِف⁩, ⁧دِري⁩; Armenian: իմանալ, ճանաչել, գիտենալ; Aromanian: cunoscu; Asturian: conocer, coñocer; Basque: ezagutu; Belarusian: знаць; Bulgarian: познавам, зная; Burmese: သိ; Buryat: таниха; Catalan: conèixer; Cebuano: katultol, kaila; Cherokee: ᎤᏅᏔ; Chinese Mandarin: 認識/认识; Min Nan: 捌; Cornish: aswonn; Czech: znát; Danish: kende; Dutch: kennen; Esperanto: koni; Estonian: tundma, teadma; Faroese: kenna; Finnish: tuntea; French: connaître, connaitre; Friulian: cognossi; Galician: coñecer; Georgian: ცნობა; German: kennen; Alemannic German: wüsse; Gothic: 𐌺𐌿𐌽𐌽𐌰𐌽; Greek: γνωρίζω; Ancient Greek: οἶδα; Guaraní: kuaa; Haitian Creole: konnen; Hebrew: ⁧הִכִּיר⁩; Higaonon: kilala; Hungarian: ismer; Icelandic: þekkja; Ido: konocar; Indonesian: kenal; Irish: aithin, aithne a bheith ag; Istriot: cugnussi; Italian: conoscere; Japanese: ...を知っている, ...に精通している; Kabyle: ẓer; Kalmyk: таньх; Kikuyu: ũĩ; Korean: ...와 친한 사이다, 알다; Kurdish Central Kurdish: ⁧ناسین⁩; Northern Kurdish: nasîn; Lakota: slolyÁ; Lao: ຮູ້ຈັກ; Latin: cognoscere, agnosco, regnosco, nosco, noscito; Latvian: pazīt; Livonian: tundõ; Lombard: cugnuss; Macedonian: знае; Malay: kenal; Malayalam: അറിയുക; Mbyá Guaraní: kuaa; Mirandese: coincer; Mòcheno: kennen; Mongolian: таних; Navajo: bił bééhózin; Ngazidja Comorian: udjua; Norman: connaître; Northern Norwegian: kjenne; Occitan: conéisser; Ojibwe: gikenim; Old Church Slavonic Cyrillic: знати; Old East Slavic: знати; Old English: cunnan; Old Saxon: kennian; Oromo: beekuu; Papiamentu: conoci; Persian: ⁧شناختن⁩; Piedmontese: conosse; Pipil: -ishmati, -ixmati; Polabian: znot; Polish: znać; Portuguese: conhecer; Romanian: cunoaște; Russian: знать; Scottish Gaelic: bi eòlach air; Serbo-Croatian Cyrillic: зна̏ти, познавати; Roman: znȁti, poznávati; Slovak: poznať; Slovene: znati; Sorbian Lower Sorbian: znaś; Upper Sorbian: znać; Spanish: conocer; Swedish: känna, känna till, veta om; Tagalog: kilala, makilala, kilalanin; Tarantino: canòsce; Thai: รู้จัก; Tocharian A: kñā-; Tok Pisin: save; Turkish: tanımak; Ukrainian: знати; Venetian: cognossare, cognósar, conoser, conosar, conóser, conósar, conosare, conossar, conossare; Vietnamese: làm quen; Volapük: sevön; Walloon: kinoxhe; Welsh: nabod, adnabod; West Frisian: kenne; Yiddish: ⁧קענען⁩; Yuki: nąnák; Yup'ik: nallunrituq; Zazaki: zanayen, sılasnen; Zealandic: kenne