ἀκτινηδόν

Revision as of 18:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Adv.

   A like a ray, Luc.Salt.18.

German (Pape)

[Seite 86] strahlenförmig, Luc. Salt. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτῑνηδόν: ἐπίρρ., ἐν εἴδει ἀκτῖνος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 18.

French (Bailly abrégé)

adv.
en forme de rayons.
Étymologie: ἀκτίς, -δον.

Spanish (DGE)

adv. a la manera de rayos Αἰθίοπες ... περιδέοντες αὐτῇ (κεφαλῇ) ἀκτινηδὸν τὰ βέλη Luc.Salt.18.

Greek Monolingual

ἀκτινηδόν επίρρ. (Α) ἀκτίς
με τη μορφή ακτίνας, σαν ακτίνα.

Greek Monotonic

ἀκτῑνηδόν: (ἀκτίς), επίρρ., όπως μια ακτίνα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτῑνηδόν: adj. наподобие лучей, лучеобразно (τὰ βέλη περιδεῖν Luc.).

Middle Liddell

ἀκτίς
like a ray, Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτινηδόν ἀκτίς adv., als stralen, in de vorm van stralen.