βᾶμες
English (LSJ)
Dor. for βῶμεν, I pl. subj. aor. 2 of βαίνω, Theoc.15.22.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βᾶμες: Δωρ. ἀντὶ βῶμεν, α΄ πληθ. ὑποτακτ. ἀορ. β΄ τοῦ βαίνω, Θεόκρ.
Spanish (DGE)
v. βαίνω.
Greek Monotonic
βᾶμες: Δωρ. αντί βῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ρ. βαίνω.