βᾶμες

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾶμες Medium diacritics: βᾶμες Low diacritics: βάμες Capitals: ΒΑΜΕΣ
Transliteration A: bâmes Transliteration B: bames Transliteration C: vames Beta Code: ba=mes

English (LSJ)

Dor. for βῶμεν, I pl. subj. aor. 2 of βαίνω, Theoc.15.22.

Spanish (DGE)

v. βαίνω.

German (Pape)

[Seite 431] dor. für βῶμεν, von βαίνω, Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

βᾶμες: Δωρ. ἀντὶ βῶμεν, α΄ πληθ. ὑποτακτ. ἀορ. β΄ τοῦ βαίνω, Θεόκρ.

Greek Monotonic

βᾶμες: Δωρ. αντί βῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ρ. βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βᾶμες Dor. aor. conj. 1 plur. van βαίνω.