καρφηρός

Revision as of 19:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ά, όν, (κάρφος)

   A of dry straw, εὐναῖαι καρφηραί nests, E.Ion172:—misquoted as καρφυραί, Hsch.; cf. καρπυραί.

German (Pape)

[Seite 1331] von dürren Aehren, Halmen; εὐναίας καρφηρὰς θήσων Eur. Ion 173, wo Hesych. καρφυράς las u. αἱ ἐκ τῶν ξηρῶν ξύλων γενόμεναι κοῖται erkl.

Greek (Liddell-Scott)

καρφηρός: -ά, -όν, (κάρφος) ἐκ ξηρῶν καρφῶν, εὐναῖαι καρφηραί, φωλεαὶ (πρβλ. καρφίτης), Εὐρ. Ἴων 172· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: καρφυραὶ (ὡς οὐσιαστ.) καὶ ἑρμηνεύει: «νοσσιαί. θάμνοι», καὶ «καρφυραί· αἱ ἐκ ξηρῶν ξύλων γινόμεναι κοῖται. Εὐριπ. Ἴωνι».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fait de brins de paille, fait de menus morceaux de bois sec (nid).
Étymologie: κάρφος.

Greek Monolingual

καρφηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από άχυρα («εὐναῑαι καρφυραί» — οι φωλιές, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος, τὸ + κατάλ. -ηρός].

Greek Monotonic

καρφηρός: -ά, -όν, αυτός που είναι φτιαγμένος από ξερά καλάμια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καρφηρός: сделанный из сухих соломинок (εὐναῖαι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρφηρός -ή -όν [κάρφος] gemaakt van takjes.

Middle Liddell

καρφηρός, ή, όν
of dry straw, Eur. [from κάρφος