κολαστήριον

Revision as of 19:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu de punition, de supplice;
2 instrument de supplice;
3 châtiment.
Étymologie: κολάζω.

Greek Monotonic

κολαστήριον: τό (κολάζω
I. σωφρονιστήριος οίκος, σε Λουκ.
II. = κόλασμα, κόλασις, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κολαστήριον: τό
1) орудие наказания или пытки (μανικὸν καὶ βάρβαρον Plut.);
2) место наказания Luc.;
3) Xen. = κόλασμα.

Middle Liddell

κολαστήριον, ου, τό, κολάζω
I. a house of correction, Luc.
II. = κόλασμα, κόλασις, Xen.