ἄψυκτος

Revision as of 20:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A not capable of being cooled, Pl.Phd. 106a.

German (Pape)

[Seite 421] nicht kalt werdend, Plat. Phaed. 106 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἄψυκτος: -ον, ὁ μὴ ψυχόμενος, κἂν εἰ τὸ ἄψυκτον ἀνώλεθρον ἦν, ὁπότε ἐπὶ τὸ πῦρ ψυχρόν τι ἐπῄει. οὔποτ’ ἂν ἀπεσβέννυτο, οὐδ’ ἀπώλλυτο, ἀλλὰ σῶν ἂν ἀπελθὸν ᾤχετο Πλάτ. Φαίδων 106Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne peut être rafraîchi ou refroidi.
Étymologie: ἀ, ψύχω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): lat. apsyctos Plin.HN 37.148
1 que no se puede enfriar subst. τὸ ἄ. Pl.Phd.106a.
2 subst. mineral. ἡ ἄ. n. de un tipo de lignito Plin.l.c.

Greek Monolingual

και άψυχτος, -η, -ο (Α ἄψυκτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ψυχθεί.

Greek Monotonic

ἄψυκτος: -ον (ψύχω), αυτός που δεν είναι ικανός να παγώσει, μη ψυχόμενος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄψυκτος: не охлаждающийся, не остывающий Plat.

Middle Liddell

ψύχω
not capable of being cooled, Plat.