ἀχυρός

Revision as of 20:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

or ἄχῡρος [ᾰ], ὁ,

   A chaff-heap, Eup.299, Ar.Fr.10D., Pl. Com.6, and in the best Mss. of Ar.V.1310: but ἀχυρμός should be read.

German (Pape)

[Seite 420] ὁ, Spreuhaufe, att. für ἀχυρών, nach Phryn. B. A. p. 7, der wie Arcad. p. 72, 5 den Accent so angiebt, aber hinzufügt εἴρηται καὶ ἄχυρος Eupol. bei Schol. Ar. Vesp. 1310.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἀχυρμός.

Spanish (DGE)

(ἀχῠρός) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): ἄχυρος Hsch.

• Prosodia: [ᾰ-ῠ- según Phot.α 3470]
pajar καιόμενον τὸν ἀχυρόν Ar.Fr.234, cf. Eup.321, Pl.Com.6, Phryn.PS p.9, Hsch., Phot.l.c., Eust.1698.30.

Greek Monolingual

ἀχυρός και ἄχυρος, ο (Α)
σωρός από άχυρα.

Greek Monotonic

ἀχῡρός: ή ἄχῡρος, ὁ, στοίβα από άχυρα, σε Αριστοφ.· αλλά ἀχυρμός είναι πιθ. ο πραγματικός τύπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀχῠρός: или ἄχῠρος (ᾰ) ὁ Arph. v. l. = ἀχυρμός.

Middle Liddell


a chaff-heap, Ar.; but ἀχυρμός is prob. the true form.