βωμοειδής

Revision as of 20:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ές,

   A like an altar, Plu.Them.32.

German (Pape)

[Seite 469] ές, altarähnlich, Plut. Them. 32.

Greek (Liddell-Scott)

βωμοειδής: -ές, βωμῷ ὅμοιος, Πλούτ. Θεμιστ. 32.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à un autel.
Étymologie: βωμός, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
parecido a un altar β. τάφος Plu.Them.32, βωμοειδεῖς σπεῖραι Gr.Nyss.Ep.25.13.

Greek Monolingual

βωμοειδής, -ές (Α)
1. όμοιος με βωμό
2. φρ. «βωμοειδής τάφος» — πέτρινος τάφος σε σχήμα βωμού.

Greek Monotonic

βωμοειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με βωμό, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

βωμοειδής: подобный алтарю (τάφος τοῦ Θεμιστοκλέους Plut.).

Middle Liddell

εἶδος
like an altar, Plut.